Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια με ρίζες από τη Μακεδονία. Ο πατέρας του ήταν λαδέμπορος από τη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι και ιδιώτευσε ως δικηγόρος στη γενέτειρά του από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο αδέλφια του, Ιωάννης και Θρασύβουλος.
Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θερίσου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να φυλακιστεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.
Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1913 συμμετείχε στη σύνταξη της Συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός Διοικητής Ηπείρου (1917-1919).
Τον Φεβρουάριο του 1919 τοποθετήθηκε Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, θέση την οποία ανέλαβε επίσημα στις 8 Μαΐου, όταν και έφτασε στη Σμύρνη. Η τοποθέτησή του υπήρξε προσωπική απόφαση του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, αν και αρχικά ο Στεργιάδης φαίνεται να αρνούνταν την ανάληψη της θέσης προφασιζόμενος προβλήματα υγείας. Υποστηρίζει, όμως, ότι οι πραγματικοί λόγοι της άρνησης συνδέονταν με «τη φύση και τους σκοπούς» της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αντίθετα, κατά τον ίδιο τον Βενιζέλο, οι δεύτερες σκέψεις του Στεργιάδη συνδέονταν με τις εσωκομματικές αντιδράσεις που υπήρχαν, καθώς η θέση του Ύπατου Αρμοστή ήταν περίοπτη. Έτσι, προτεινόταν για τη θέση αυτή ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, τον οποίο όμως ο Βενιζέλος θεωρούσε ακατάλληλο λόγω του επαναστατικού του παρελθόντος στη Σάμο, το οποίο θα έβλαπτε τα σχέδια της Ελλάδος στην περιοχή.
Οι δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες του Στεργιάδη καθορίστηκαν από το νόμο 2493/1920 (ΦΕΚ Α΄ 206/19.9.1920), ενώ η θέση του Ύπατου Αρμοστή ισοδυναμούσε με αυτήν του υπουργού.
Βασικό μέλημα της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε για διπλωματικούς κυρίως λόγους η διατήρηση και η προστασία των μουσουλμανικών πληθυσμών. Στο πλαίσιο αυτό η Ύπατη Αρμοστεία διατήρησε Τούρκους υπαλλήλους σε κατώτερες διοικητικές θέσεις υπάγοντάς τους στον διοικητικό μηχανισμό της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας, τοποθέτησε επικεφαλής των μουσουλμανικών υποθέσεων τον Αλί Ναΐπ Ζαδέ (Τουρκοκρητικό μουσουλμάνο που είχε διατελέσει παλαιότερα νομάρχης Δράμας), και επέτρεψε τη χρήση της τουρκικής γλώσσας σε δικαστικές υποθέσεις μουσουλμάνων. Παράλληλα, στελέχωσε τις σημαντικές θέσεις με κρατικούς αξιωματούχους από την Αθήνα.
Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, ο Στεργιάδης επιδίωξε να διαχειριστεί τα κρατικά έσοδα τοποθετώντας ως υπεύθυνο των οικονομικών υπηρεσιών της Αρμοστείας τον Αλέξανδρο Κορυζή. Επιπλέον ενθάρρυνε την παρουσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στην περιοχή επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να αντιμετωπίσει τη δράση διαφόρων ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες επέτειναν το νομισματικό χάος με κερδοσκοπικές αγοραπωλησίες συναλλάγματος στην περιοχή, λόγω και των υποτιμημένων νομισμάτων των Τούρκων και λοιπών ηττημένων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη μειωμένη εισροή κεφαλαίων σε εμπορικές δραστηριότητες.
Σε επίπεδο δημόσιας τάξης, οργάνωσε το σώμα της χωροφυλακής, ενώ απομάκρυνε τους οίκους ανοχής από το κέντρο της πόλης προς τις παρυφές της και απαγόρευσε τη χαρτοπαιξία.
Σε επίπεδο δικαιοσύνης, συγκρότησε στρατοδικεία γιατί δεν μπορούσε να εμπιστευθεί για λεπτά ζητήματα τα τούρκικα δικαστήρια, αλλά και δεν μπορούσε να συστήσει ελληνικά δικαστήρια μέχρι την τελική προσάρτηση της Σμύρνης.
Πέτυχε τον επαναπατρισμό 120.000 χριστιανών προσφύγων και εκτοπισμένων που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τους διωγμούς του 1914-1916, χορηγώντας τους δάνεια για την αποκατάστασή τους και εφοδιάζοντάς τους με σπόρους και γεωργικά εργαλεία. Ίδρυσε ένα πειραματικό αγρόκτημα, και –με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή–, το Ιωνικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης. Τέλος, στον τομέα της δημόσιας υγείας, εγκαταστάθηκε ένα μικροβιολογικό εργαστήριο και ένα Ινστιτούτο Παστέρ, που συνέβαλαν στην καταπολέμηση πολλών ασθενειών που έπλητταν την περιοχή. Το Υγειονομικό τμήμα επρόκειτο να είναι το πρώτο τμήμα του νεοσύστατου πανεπιστημίου που θα λειτουργούσε.
Η ρήξη με την τοπική, στρατιωτική και εκκλησιαστική ηγεσία της Σμύρνης
Χαρακτηριστικά είναι τα επεισόδια μεταξύ του Στεργιάδη και του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, του μητροπολίτη Κυδωνιών Γρηγορίου, αλλά και του Χρυσοστόμου Σμύρνης: του τελευταίου διέκοψε κήρυγμα σε επίσημη δοξολογία για τον εορτασμό της συμμαχικής νίκης, επειδή θεώρησε πως το περιεχόμενο δεν ήταν θρησκευτικό, αλλά εθνικοπατριωτική πολιτικολογία. Εισηγήθηκε επίσης στην ελληνική κυβέρνηση να διακόψει κάθε οικονομική επιχορήγηση στη Μητρόπολη Σμύρνης. Κατόπιν πρωθυπουργικής εντολής, το ελληνικό στράτευμα ετίθετο υπό τις διαταγές του Αρμοστή, κάτι που ενίσχυε τον ρόλο του, ο οποίος αρχικά δεν ήταν παρά συμβουλευτικός του Αρχηγού Στρατιωτικής Κατοχής.
Παράλληλα, εκτός από υπουργός της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν και εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων, γεγονός που περιέπλεξε περισσότερο την κατάσταση.
Οι ενέργειές του χαρακτηρίστηκαν από πολλούς φιλοτουρκικές και ενάντια στα εθνικά συμφέροντα. Ο Βενιζέλος έγινε αποδέκτης διαμαρτυριών εκ μέρους των Εμμανουήλ Ρέπουλη και Αλέξανδρου Διομήδη για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων από τον Στεργιάδη, όμως εκείνος συνέχισε να τον υποστηρίζει. Η υποστήριξη στο πρόσωπό του είχε να κάνει με την πρόβλεψη εκ μέρους του Βενιζέλου μιας ενδεχόμενης αρνητικής απήχησης που θα είχε για το κύρος της ελληνικής κατοχής στην περιοχή της Μικράς Ασίας στο εξωτερικό, μια πρώιμη αντικατάσταση του εκπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης εκεί. Παράλληλα, παρεμβάσεις που σημειώθηκαν από την Αθήνα με σκοπό την ανάκληση ποινών ή μεταθέσεων σε βάρος του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού της περιοχής, ακυρώνονταν από τον ίδιο. Μάλιστα δεν έκρυβε τη δυσφορία του τόσο πολύ, ώστε στους οκτώ πρώτους μήνες της εκεί παρουσίας του να ζητήσει τρεις φορές την αντικατάστασή του.
Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου
Η παραμονή του στη θέση του Ύπατου Αρμοστή επέφερε αντιδράσεις από τη νέα ηγεσία του στρατεύματος και τους Φιλελεύθερους. Ο Βενιζέλος, πάντως, μετά την ήττα του, του ζήτησε να παραμείνει στη θέση του, εφόσον τον διατηρούσε σε αυτήν η νέα κυβέρνηση.
Εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του, που όμως δεν έγινε δεκτή, ενώ όταν προσκλήθηκε στην Αθήνα για συζητήσεις εκείνος δεν δέχθηκε να μεταβεί.
Ο ιστορικός Michael Llewellyn-Smith υποστηρίζει ότι η διατήρησή του είχε να κάνει με την «ανυποχώρητη αδιαφορία του στα κομματικά» και πως ήταν «ίσως ο ικανότερος για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο βενιζελικό και το βασιλικό καθεστώς», ενώ ο Γιώργος Γιαννακόπουλος το αποδίδει στην αποδοχή της οποίας έχαιρε εκ μέρους των Συμμάχων και «στα σημαντικά ερείσματα που διέθετε στην Αγγλία».
Πρόταση για ηγεσία της Μικρασιατικής Άμυνας
Ο Στεργιάδης συνέχισε τις προσπάθειές του για ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή.
Τον Απρίλιο του 1922 του προτάθηκε η ηγεσία της οργάνωσης «Μικρασιατική Άμυνα», ενός αυτονομιστικού κινήματος.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε την αναγκαιότητα συνεργασίας του Στεργιάδη στο σχετικό εγχείρημα, ενώ θεωρούσε πως μια πιθανή άρνησή του θα οδηγούσε σε ναυάγιο τη σχετική πρωτοβουλία. Εκείνος απέρριψε την πρόταση, μια και κάτι τέτοιο δεν έφερε την κυβερνητική έγκριση, ενώ έμοιαζε ουτοπική ως πρωτοβουλία. Ούτε το ελληνικό μέτωπο θα άντεχε ούτε οι Μικρασιάτες θα μπορούσαν να προβάλουν ικανοποιητική αντίσταση με βάση τα αυτονομιστικά σχέδια δράσεως.
Πράγματι, ο Στεργιάδης αναχώρησε για την Αθήνα, προκειμένου να δώσει τη δική του άποψη για τις σχετικές κινήσεις των Αμυνιτών, αλλά και να βολιδοσκοπήσει την αγγλική πλευρά –επισκέφθηκε και τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα– αν υποστήριζε ή όχι, ανεπίσημα ή επίσημα, αυτά τα σχέδια.
Η εχθρική στάση του Στεργιάδη απέναντι στους Αμυνίτες προκαλούσε σύγχυση και απελπισία στα στελέχη της. Με διάφορα μέτρα που πήρε, την κράτησε σε αδράνεια: εξόρισε στη Νάξο ένα από τα ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Σμύρνης, τον Α. Λάμπρου, κάτι που στοίχισε τη φιλία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Σχέδιο Στεργιάδη
Τον Ιούλιο του 1922 πρότεινε τη δημιουργία αυτόνομου μικρασιατικού κράτους, υπό την ψιλή επικυριαρχία του Σουλτάνου. Με κέντρο τη Σμύρνη, θα είχε δική του διοίκηση και αστυνομία, σχηματισμένες από ντόπια στοιχεία. Ο χαρακτήρας του κράτους θα ήταν αποκλειστικά μικρασιατικός-πολυφυλετικός. Το εγχώριο μουσουλμανικό μικρασιατικό στοιχείο θα είχε ισότιμη συμμετοχή στο μέλλον στη διοίκησή του.
Το μειονέκτημα της πρότασης Στεργιάδη ήταν η στρατιωτική κάλυψή του από 50.000 άνδρες του ελληνικού στρατού, αλλά και Έλληνες στρατολογημένους από την περιοχή. Διέφερε από την πρόταση των Αμυνιτών στο ότι θα συνιστούσε δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων κι όχι μιας πολιτικής φατρίας.
Η κατάρρευση του μετώπου
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Έλληνα στρατιωτικού διοικητή Αξαρίου προς τους χριστιανούς προκρίτους της περιοχής, στα μέσα Αυγούστου του 1922:
«Αν και η διαταγή του Στεργιάδου είναι να μη παρακινούμε τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τον τόπον των, αλλά αντιθέτως να τους προτρέπομεν να μείνουν, σας συμβουλεύω ν’ αλλάξετε γνώμην. Ημπορείτε να έχετε εμπιστοσύνην εις τους Τούρκους;».
Στις 19 Αυγούστου, με εμπιστευτικό μήνυμά του στις αντιπροσωπείες της Ύπατης Αρμοστείας στις πόλεις Σόμα, Αδραμύττιο, Πάνορμο, Αρτάκη, Μουδανιά, Κίο, Μπάλια, Σαλιχλί και Φιλαδέλφεια, ζητούσε να συγκεντρώσουν το αρχειακό υλικό τους και να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση, χωρίς να αντιληφθεί κάτι ο πληθυσμός. Από τον αντιπρόσωπο της Κίου ζήτησε να ενθαρρύνει τον πληθυσμό της περιοχής να παραμείνει. Επίσης, τη νύχτα της 21ης προς 22α Αυγούστου 1922, σε τηλεγράφημά του ο Στεργιάδης προς τον υποδιοικητή των ελληνικών δυνάμεων της περιοχής Κασαμπά, του λέει: «Εμποδίσατε αναχώρησιν πολιτών, καθ’ ότι στρατός επ’ ουδενί λόγο εγκαταλείψει περιφέρειάν σας». Όμως η στρατιωτική ηγεσία δεν συμμεριζόταν μια τέτοια διαχείριση της κατάστασης εκ μέρους του Ύπατου Αρμοστή, ενώ ο συνταγματάρχης Φ. Φιλίππου στη Μαγνησία προσπαθούσε να επιβιβάσει τον πληθυσμό σε τρένα, «παρά τις διαταγές του Στεργιάδη».
Θέμα δικαστικής δίωξης
Φαίνεται πως δεν τέθηκε ποτέ θέμα δικαστικής δίωξης του Στεργιάδη, αν και η Ανακριτική Επιτροπή Εθνικής Καταστροφής βολιδοσκόπησε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με το ενδεχόμενο έκδοσής του στην Ελλάδα από το γαλλικό κράτος. Μια από τις κατηγορίες που του προσάπτονταν εκείνη την περίοδο ήταν η μη έγκαιρη ενημέρωση των πληθυσμών για την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου. Όμως ο νόμος 2870/1922 (ΦΕΚ Α΄ 119/20.7.1922) «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» έκλεινε τα ελληνικά λιμάνια για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Αυτό τον έκανε να αποθαρρύνει κάθε ανάλογη πρωτοβουλία.
Διαμονή στη Γαλλία & τέλος
Μια μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη διέφυγε με πλοίο των ξένων δυνάμεων, τη βρετανική ναυαρχίδα «Σιδηρούς Δουξ». Αρχικά μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εκεί επιβιβάστηκε σε ρουμανικό πλοίο, με προορισμό την Κωνστάντζα, απ’ όπου κατευθύνθηκε σιδηροδρομικώς για το Παρίσι. Στις αρχές του 1923 εγκαταστάθηκε στη νότια Γαλλία. Απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών στη Νίκαια, στις 23 Ιουνίου 1949.
Στην κοινή γνώμη το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας.
Επρόκειτο για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και οι διιστάμενες απόψεις γύρω από το πρόσωπό του ενισχύθηκαν και από το γεγονός πως απέφυγε να γράψει οτιδήποτε για να υπερασπιστεί το έργο του στην Ύπατη Αρμοστεία. Οι αρετές του κατά τον Llewellyn-Smith ήταν «…εργατικότητα, προσωπική δύναμη, μακροχρόνια πείρα στα μουσουλμανικά θέματα και αμεροληψία προς μουσουλμάνους και χριστιανούς […], πρόσθετε ένα θετικό όραμα ελληνοτουρκικής συνεργασίας και ελληνικής πολιτισμικής και κοινωνικής αναγέννησης… ». Επίσης, η αυστηρότητα και η προσήλωση στο καθήκον, γνωρίσματα που έκαναν τον Βενιζέλο να τον επιλέξει για τη θέση αυτή.
Στα μειονεκτήματα του αναφέρονται ο μονόχνωτος χαρακτήρας του και η υπερβολή σε κάθε του ενέργεια. Στερείτο κάθε είδους διπλωματικότητας στην προσπάθειά του να επιβάλλει την τάξη χωρίς να μειώνει και να προκαλεί τους επικεφαλής των εκεί ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Εγωπαθής, αυθαίρετος και εριστικός στις σχέσεις του, αινιγματικός ως προς τις πραγματικές του απόψεις.
O Τζορτζ Χόρτον αναφέρει στο βιβλίο του Η μάστιγα της Ασίας για τον Στεργιάδη: «Είχε πολύ αυστηρή αίσθηση του δικαίου και τον χαρακτήριζε υψηλό αίσθημα του καθήκοντος. Ζούσε σαν ερημίτης, δεν αποδεχόταν καμιά πρόσκληση και δεν εμφανιζόταν ποτέ σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Επιθυμούσε […] να μη δέχεται φιλοφρονήσεις και να μη δημιουργεί δεσμούς, έτσι ώστε να μπορεί να αποδίδει δικαιοσύνη σε όλους, υψηλά και χαμηλά ιστάμενους…».
-
Πηγή: el.wikipedia.org.