Μεταξύ υποχώρησης από κυριαρχικά δικαιώματα, και κατά συνέπεια παράδοσης, και στρατιωτικής κλιμάκωσης με την Τουρκία, υπάρχει τρίτος δρόμος; Υπάρχει δυνατότητα να μην οδηγηθούν οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, ούτε σε θερμό επεισόδιο ούτε σε μεγαλύτερη στρατιωτική κλιμάκωση και να ειρηνεύσει η περιοχή; Υπό προϋποθέσεις, ναι. Αυτές θα αναζητηθούν. Αλλά, δυστυχώς, είναι αδύνατον να συντρέξουν.
Την Τρίτη υπογράφηκε στην Αθήνα η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Ήταν αναμφισβήτητα μια επιτυχία – αν και έχει σημεία σχολιασμού – η οποία, όμως, γεννά το ερώτημα γιατί δεν επετεύχθη νωρίτερα. Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να υπάρξει μια προφανής συμφωνία;
Από ελληνικής πλευράς υπήρξε αποδοχή του ιταλικού αιτήματος να ψαρεύουν τα ιταλικά αλιευτικά στην ελληνική ΑΟΖ.
Γινόταν, πράγματι, μέχρι σήμερα αλλά στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Και, όπως είναι γνωστό, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην υφαλοκρηπίδα ενός κράτους έχουν να κάνουν με τον βυθό. Όχι τα υπερκείμενα ύδατα. Συνεπώς, ζήτημα αναφύεται με τους Ιταλούς ψαράδες, τώρα, με την οριοθέτηση της ΑΟΖ που αφορά τα νερά πάνω από τον βυθό (και τον βυθό) και όχι της υφαλοκρηπίδας στην οποία είχαν κάθε δικαίωμα να ψαρεύουν μέχρι σήμερα οι Ιταλοί ψαράδες.
Αυτή είναι και η υποχώρηση της ελληνικής πλευράς προκειμένου να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Ιταλία σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο. Προφανώς, η κρισιμότητα αυτή είναι που ανάγκασε σε υποχωρήσεις. Η παραδοχή να ψαρεύουν οι Ιταλοί ψαράδες στην ελληνική ΑΟΖ μπορεί να γίνει αποδεκτή από μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης. Εκείνο, όμως, που προβληματίζει είναι η υποχώρηση στο θέμα της αλιείας σε ελληνικά χωρικά ύδατα αν ανακηρυχθεί η επέκτασή τους από τα 6 ναυτικά μίλια που είναι σήμερα στα 12. Απαράδεκτο.
Αλλά, από τη συμφωνία αναδεικνύεται ένα άλλο ζήτημα το οποίο δεν είχε γίνει τόσο κατανοητό από τους δημοσιολογούντες Έλληνες. Ότι ναι μεν μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μπορεί να ανήκει σε μια χώρα, εν προκειμένω στην Ελλάδα, γειτονικές χώρες, όμως, όταν καλούνται να συμφωνήσουν στην οριοθέτησή της μπορεί να θέσουν ζητήματα που τις αφορούν, όπως εν προκειμένω η Ιταλία για τους ψαράδες της. Άρα, ενδεχομένως, να μην είναι απόλυτος ο προσδιορισμός της.
Αυτή είναι μια πρακτική που μπορεί να χρησιμοποιήσει και η Ελλάδα στις συμφωνίες που θα συνάψει.
Με αυτήν την αντίληψη, προφανώς, η Ελλάδα προσεγγίζει τις συμφωνίες που επιδιώκει με Αίγυπτο και Αλβανία. Με μια τέτοια αντίληψη μπορεί να προσεγγισθούν και οι μονομερείς αιτιάσεις της Τουρκίας. Αλλά αυτή η πρακτική προϋποθέτει πως η γειτονική χώρα αναγνωρίζει την ΑΟΖ της Ελλάδας, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά θέτει ζητήματα συμφερόντων της σ’ αυτήν τα οποία διαπραγματεύεται. Όπως έπραξε η Ιταλία και όπως δεν θέλει να πράξει η Τουρκία. Η Άγκυρα δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες, όπως ρητά προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, διότι έχει συγκεκριμένες αξιώσεις όπως περιγράφηκαν από την εξαγγελία της Γαλάζιας Πατρίδας.
Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα με την Τουρκία. Το πρόβλημα είναι η αντίληψη της γειτονικής χώρας να κυριαρχήσει ασκώντας βία ή προβάλλοντας την απειλή βίας. Είναι η πολιτική της κουλτούρα. Η Τουρκία θα μπορούσε να πετύχει μεγάλο μέρος των επιδιώξεών της με μια ήπια προσέγγιση των χωρών με τις οποίες σήμερα βρίσκεται σε αντιπαλότητα. Εν ολίγοις δεν επιδιώκει το ήπιο μοντέλο των ευρωπαϊκών χωρών αλλά θέλει να γίνει περιφερειακή δύναμη (στο μυαλό του Ερντογάν παγκόσμια δύναμη) με την προβολή σκληρής ισχύος. Και αυτός είναι ο λόγος που το είδος της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν Αθήνα και Ρώμη δεν μπορεί να εφαρμοστεί με την Τουρκία.
Διότι προϋποθέτει αναγνώριση των ελληνικών δικαιωμάτων και αλλαγή νοοτροπίας από την Άγκυρα.
Όσοι επιφανείς έχουν διαχειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις προτείνουν μπροστά σ αυτό το αδιέξοδο προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη διαφορά περί την ΑΟΖ. Αλλά ούτε και αυτήν την κίνηση θα αποδεχθεί η Τουρκία διότι θέλει να συμπεριλάβει στην προσφυγή και μια σειρά άλλων ζητημάτων τα οποία η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί την αμφισβήτησή τους (π.χ. 18 ελληνικά νησιά μερικά από τα οποία κατοικημένα).
Άρα το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι ο «μοναχοφαϊσμός» της Ελλάδας, που στην περίπτωση της Ιταλίας αποδείχθηκε πως δεν ισχύει, αλλά η παράδοση και δορυφοροποίηση της χώρας. Με αυτήν την έννοια, ειρηνική συμφωνία με την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει, που δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά πλήρους αποδοχής των εξωφρενικών απαιτήσεών της. Δυστυχώς, η ανάλυση αυτή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι μια κλιμάκωση της κρίσης με την Τουρκία ανήκει στα προβλεπτά σενάρια, οπότε το ερώτημα είναι τι κάνουμε.
Η Τουρκία έχει πολλούς λόγους να αποφύγει στρατιωτική εμπλοκή με την Ελλάδα, φθάνει να λάβει τα κατάλληλα μηνύματα.
Και επειδή ο χώρος αναλώθηκε στη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας, επισημαίνω επιγραμματικά μερικές σκέψεις που προέκυψαν από συζητήσεις με ανθρώπους που είναι σε θέση να γνωρίζουν. Ουσιαστικά είναι δικές τους προτάσεις:
- Πρώτον, πολεμάς με ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς να διαμορφώσεις στο διπλωματικό πεδίο.
- Αν εξαιρέσουμε τοπικά επεισόδια που δεν παράγουν αποτελέσματα αλλά εκτονώνουν προσωρινές εντάσεις, η Ελλάδα κάνει σαφές πως θερμό επεισόδιο με αρνητικά γι’ αυτήν αποτελέσματα δεν νοείται. Θα ακολουθήσει μακροχρόνια αντιπαράθεση.
- Διαμόρφωση συνεργασιών αλλά και συμμαχιών, που θα περιλαμβάνουν και στρατιωτική διάσταση, με χώρες που έχουν συμφέρον να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα. Αλλά και με υποστάσεις όπως οι Κούρδοι. Είναι εγκληματικό να μην γίνεται προεργασία, αν δεν γίνεται, στην κατεύθυνση αυτή. Σε περίπτωση σύρραξης προέχει το εθνικό συμφέρον. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.
- Διασφάλιση από τις σύμμαχες και συνεργαζόμενες χώρες του στρατιωτικού ανεφοδιασμού των Ενόπλων Δυνάμεων.
- Διαμόρφωση αραγούς εσωτερικού μετώπου, πολιτικού και κοινωνικού.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, χρειάζονται πέραν του εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων μεγάλες αλλαγές στη νοοτροπία και τον τρόπο λειτουργίας του στρατεύματος. Δυστυχώς, επιβιώνουν νοοτροπίες του παρελθόντος, που αποθαρρύνουν ενθουσιώδεις νέους που θέλουν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Σ’ αυτό θα επανέλθουμε αναλυτικά.
Η ΑΔΙΣΠΟ (Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου), που λειτουργεί στην Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να αποκτήσει ένα τμήμα εμβάθυνσης σε στρατηγικές σπουδές. Χωρίς στρατηγική σύλληψη και περιοριζόμενοι, μόνο, στο επιχειρησιακό επίπεδο είναι αδύνατον σήμερα να υπάρξει συνολική αντίληψη των συμφερόντων της χώρας και προτάσεων για την προάσπισή τους. Για παράδειγμα, η Τουρκία προσδιόρισε στρατηγικά, στις αρχές του 2000, τι θα επιδιώξει τα επόμενα 20 χρόνια και με βάση αυτόν τον προσδιορισμό πραγματοποίησε τις κινήσεις της.
Υστέρηση παρατηρείται και στην ευελιξία και την παραγωγή πολιτικής από την ελληνική διπλωματία.
Μια αναβαθμισμένη, σε ανώτατο επίπεδο, Διπλωματική Ακαδημία που θα εκπαιδεύει διπλωμάτες, που θα αναλάβουν υψηλές θέσεις στους μηχανισμούς παραγωγής πολιτικής, είναι αναγκαία. Εκτός Αθηνών για να απεγκλωβιστεί λίγο το πνεύμα τους από το νοσηρό κλίμα των αδιεξόδων που παράγει η ελληνική πρωτεύουσα. Υπάρχει, βεβαίως, η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης αλλά ο ρόλος της είναι διαφορετικός.
Η Τουρκία απειλεί αλλά δεν θα κλιμακώσει στρατιωτικά. Ξέρει πως μακροχρόνια θα χάσει. Αρκεί να συναντήσει την ελληνική αποφασιστικότητα. Αλλά αν κάτι πρέπει να οδηγήσει στην αποδόμηση αυτού που ονομάστηκε «αθηναϊκό κράτος» είναι η αντίληψή του ότι του εθνικού προέχει το κομματικό ή, ακόμη, και το προσωπικό.