Η επιτυχής αποτρεπτική στρατηγική συνίσταται στο να καταστήσεις σαφές στον αντίπαλό σου ότι το κόστος μιας σχεδιαζόμενης επίθεσης εναντίον σου θα είναι δυσθεώρητο σε σχέση με ένα ενδεχόμενο όφελος. Ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει εντέλει και αν αυτό λειτουργήσει, αλλά ενόσω οι ορθολογικοί κρατικοί δρώντες χαράζουν στρατηγική βάσει εκτιμήσεων και πιθανοτήτων, εσύ οφείλεις να καλλιεργήσεις την ανάλογη εικόνα-πεποίθηση στον αντίπαλό σου.
Στην περίπτωση της πυρηνικής αποτροπής τα πράγματα είναι θεωρητικά πιο ευδιάκριτα, καθώς η καταστροφική εμβέλεια ενός πλήγματος ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες αντίδρασης από τον αντίπαλο, ενώ στην περίπτωση που η τελευταία επισυμβεί, το δεύτερο πλήγμα του αρχικά επιτιθέμενου θα είναι αποφασιστικής σημασίας. Συνεπώς, η αντίδραση ακυρώνεται στην πράξη. Φυσικά ούτε λόγος για την περίπτωση ανταγωνισμού μεταξύ πυρηνικής και μη πυρηνικής δύναμης…
Στην πυρηνική αποτροπή ο χρόνος εκμηδενίζεται, η αντίδραση χάνει την αξία της και η στρατηγική δεν έχει χρονικό βάθος.
Στην περίπτωση της συμβατικής αποτροπής, συναντάται μεγαλύτερη πολυπλοκότητα μηχανισμών. Η αποφασιστική νίκη εκ μέρους του επιτιθέμενου είναι δυσχερής υπόθεση και απαιτεί χρόνο, ιδιαίτερα αν αποσκοπεί στη στρατηγική εκμηδένιση του αμυνόμενου. Αν όμως η εκμηδένιση είναι αδύνατη και ο επιτιθέμενος αρκείται στη δημιουργία ορισμένων τετελεσμένων; Εκεί ο αμυνόμενος απαιτείται να διαθέτει μια στρατηγική με χρονικό βάθος, δηλαδή με επίδειξη υπομονής, μεσοπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό και βούληση πραγματοποίησης αντεπιθέσεων.
Ο ελληνικός χώρος προσφέρεται για δημιουργία τετελεσμένων λόγω του νησιωτικού χώρου και των τεράστιων θαλάσσιων εκτάσεων, παρά το γεγονός ότι ταυτόχρονα πρόκειται για πλεονέκτημα δεδομένης της αδυναμίας ταχείας συνολικής κατάκτησης. Με βάση τις ως άνω επισημάνσεις, η ενδεχόμενη δημιουργία τετελεσμένων εκ μέρους της Τουρκίας θα απαιτήσει χρόνο για την επαναφορά στο status quo ante, ενώ είναι προφανές ότι ο χρόνος προϋποθέτει την ύπαρξη συνοχής στο πολιτικό σύστημα, προκειμένου να μην υπάρξει ενδιάμεση φθορά και εσωστρέφεια.
Πέραν του μεσοπρόθεσμου επιπέδου, στο μακροπρόθεσμο χρειάζεται επίσης μια ενιαία στάση στο ενδεχόμενο ήττας, προκειμένου να υπάρξει μια συνέχεια στη χάραξη στρατηγικής ανατροπής των τετελεσμένων. Η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική, παρά τις εναλλαγές υπουργών και κυβερνήσεων, είναι δείγμα στρατηγικής κουλτούρας και κατ’ επέκταση κύρους και αξιοπιστίας.
Αυτό κατοχυρώνεται μόνο μέσω μιας ρητής κοινοβουλευτικού επιπέδου δέσμευσης από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα.
Επί του συγκεκριμένου στοιχείου εδράζεται η ευστοχία της πρότασης του καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Μάζη περί ευρέως εγκεκριμένου ψηφίσματος στην ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, το οποίο θα θέτει ξεκάθαρα όρια ανοχής της χώρας μας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας. Η καλλιέργεια μιας εικόνας ισχυρού δρώντος, ο οποίος δύναται να καταστήσει εξαιρετικά κοστοβόρα οποιαδήποτε ενδεχόμενη υπονόμευση της κυριαρχίας του, σχετίζεται ευθέως με τη συνοχή και την αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος.
Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η «κοινοβουλευτική ομόνοια» είναι ακόμη πιο αναγκαία στην περίπτωση της Ελλάδος, καθώς ο κατακερματισμένος χώρος αυξάνει τις πιθανότητες δημιουργίας τετελεσμένων εκ μέρους του αντιπάλου και η ενδεχόμενη απόπειρα επαναφοράς θα απαιτήσει χρόνο και εσωτερική σταθερότητα.
Όλα αυτά καλλιεργούνται με πειθώ για την περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση, και γι’ αυτό, στο τέλος της ημέρας, ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες να συμβούν. Δημιουργείς, δηλαδή, ένα πλαίσιο αποτροπής με ισχυρά μηνύματα, με στόχο να μην φθάσεις εντέλει στην εμπλοκή. Γι’ αυτό και η αποτρεπτική στρατηγική θεωρείται διέξοδος ειρήνης και σταθερότητας, όχι φυσικά «διέξοδος» όπως την εννοούσε στο πρόσφατο άρθρο του ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ως έκκληση δηλαδή προς την τουρκική πλευρά να μας αφήσει τουλάχιστον ένα ξεροκόμματο για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και εμείς… ως πολιτικό σύστημα.