Η πανδημία διά της οποίας επέτρεψε ο Θεός να δοκιμαστεί η ανθρωπότητα, εκτός όλων των άλλων εξελίχτηκε και σε μια δοκιμασία πίστης σε πνευματικό επίπεδο. Επειδή το πρόβλημα είναι κοινό, η τοποθέτηση και τα έργα καθενός έχουν ευκρινέστερο δημόσιο αποτύπωμα.
Τέτοιες εποχές γίνονται ευκολότερα αντιληπτά τα νοήματα του λόγου των πατέρων:
«Γιατί όλοι είμαστε στη διακονία Του [εν. του Επουράνιου Βασιλέα], καθώς είμαστε κτίσματά Του κι απ’ Αυτόν παραχθήκαμε. Πιστοί και άπιστοι, δούλοι κι ελεύθεροι, πλούσιοι και φτωχοί, ιερείς, αρχιερείς, βασιλιάδες κι άρχοντες. Αυτοί που με ορθό φρόνημα και μ’ όλη τους την ενέργεια φροντίζουν να τηρούν τις εντολές Του και που με αυτόν τον τρόπο δείχνουν την ακλόνητη πίστη τους σε Αυτόν, καλούνται αγαθοί και πιστοί. Αυτοί που κατά την προαίρεσή τους επιθυμούν να εργάζονται γι’ Αυτόν, αλλά το κάνουν μ’ αδιαφορία και νωθρότητα, καλούνται πονηροί κι οκνηροί. Αυτοί πάλι που κινούνται με λόγια ή έργα ενάντια στις προσταγές Του αποκαλούνται εχθροί και πολέμιοι- αν και είναι τελείως αδύναμοι και δεν μπορούν με τίποτα να σταθούν απέναντί Του» (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Βίβλος των Ηθικών, Λόγος Ζ΄).
Ας κατατάξει μόνος του ο τίμιος αναγνώστης όσους μ’ αφορμή την πανδημία προτείνουν ή απεργάζονται μεταβολές στον τρόπο της Μετάληψης των Τίμιων Δώρων, σ’ όποια κατηγορία νομίζει από τις τρεις που αναφέρει ο Άγιος Συμεών. Προσωπικά νομίζω ότι από μόνοι τους τοποθετούνται στην τρίτη. Γιατί «έργω», έμπρακτα δηλαδή, παραδέχονται πως ο Χριστός απουσιάζει από τον πυρήνα της Λειτουργικής Ζωής της Εκκλησίας. Δεν εξασφαλίζει Αυτός, παρά το γεγονός ότι θυσιάστηκε για τον άνθρωπο, τον ζωοποιό κι άφθορο χαρακτήρα της κοινωνίας του Σώματος και του Αίματός Του. Στη θέση Του έρχονται αυτοί με τις ενέργειές τους να τα κανονίσουν, να τεχνολογήσουν την μετάληψή Του και να προστατέψουν τους πιστούς από αυτά που Αυτός ακούσια(!) μεταφέρει.
Η πολεμική απέναντι στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας φαίνεται να είναι πολυεπίπεδη και συντονισμένη. Υπάρχει επικοινωνιακή στρατηγική στην όλη δράση.
Αυτοί που ολωσδιόλου αμφισβητούν τον μυστηριακό χαρακτήρα της Θείας Ευχαριστίας και συστήνουν την αποχή των πιστών, για να μην τους μεταδοθεί ο ιός, είναι ο προφανής αντιπερισπασμός. Κάνουν θόρυβο, ο οποίος ενισχύεται διά της συνεχούς αναπαραγωγής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τραβούν την προσοχή με μια τοποθέτηση που είναι προφανές κι αναμενόμενο ότι στ’ αυτιά των απλών πιστών ακούγεται ακραία.
Ταυτόχρονα, προκαλούν και προσελκύουν τις αντιδράσεις σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου και αντιγνωμίας. Όσο, όμως, εστιάζεται ο διάλογος στο γενικότερο επίπεδο του εάν μπορεί να μεταδοθεί ή όχι ο ιός με τη Θεία Μετάληψη, υπό το κλίμα του φόβου, τα δύο μέρη που αντεπιχειρηματολογούν, εκλαμβάνουν τις θέσεις των δύο διαμετρικά αντίθετων απόψεων. Στα μάτια των αγαθών, αλλά όχι και τόσο θεολογημένων πιστών, με αυστηρά επικοινωνιακούς όρους, οι δύο απόψεις εκλαμβάνουν τη θέση των άκρων.
Οι αντικείμενοι στην Ορθοδοξία, έτσι κι αλλιώς αμφισβητούν τα περισσότερα ή ακόμα και όλα τ’ αναφερόμενα στο «Πιστεύω» της. Μια απλή παραφυάδα αυτής της ολοκληρωτικής αντίθεσης, είναι και η αμφισβήτηση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ούτως ή άλλως, αυτοί δικαίως καταλαμβάνουν το ένα άκρο στο σχήμα της συγκεκριμένης ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Οι πιστεύοντες, όμως, τοποθετούνται εκ των πραγμάτων στο άλλο άκρο της συγκεκριμένης αντιλογίας, υπερασπιζόμενοι ένα υποστατικό, ένα δογματικό ζήτημα και σωτηριολογικό γεγονός που βρίσκεται στον πυρήνα της πίστης τους. Γι’ αυτό, μάλλον αδικούνται.
Με όρους διαπραγμάτευσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το διακύβευμα μιας υποχώρησης στο πεδίο της αντιπαράθεσης των ιδεών της περίπτωσής μας, είναι ασύμμετρο για τα δύο μέρη.
Αυτό, όμως, είναι μόνον η αρχή. Νά πως κλιμακώνεται η στρατηγική αυτών που θέλουν να μας οδηγήσουν σε έμπρακτη δήλωση απιστίας, στον αντίποδα, δηλαδή, της ομολογίας πίστεως. Στο έδαφος της παρελκυστικής τοποθέτησης στα άκρα της αυτονόητης και συμβατικότατης στα πλαίσια της πίστης μας θέσης ότι με τη Θεία Μετάληψη δεν μεταδίδονται ασθένειες, έρχονται και τοποθετούνται κάποια άλλα ενεργούμενα του αντιπάλου. Κάποιοι «δούρειοι ίπποι», λοιπόν, προετοιμάζουν το έδαφος συστήνοντας ότι η αξία βρίσκεται στο μυστήριο και όχι στο τρόπο μετάδοσής του και ότι στη δύσκολη αυτή εποχή πρέπει να κάνουμε το παν, για να προστατέψουμε, δήθεν, τη Θεία Ευχαριστία.
Έπειτα έρχονται αυτοί που λεν πως για να προστατέψουμε το μυστήριο, πρέπει να βρούμε ασφαλή τρόπο μετάδοσής του. Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που ήδη έθεσαν σε εφαρμογή αυτούς τους ασφαλείς τρόπους. Αναφέρομαι, κυρίως, σ’ αυτούς που το έπραξαν αυτοβούλως και αβίαστα. Όχι σ’ αυτούς που δεν το επιθυμούν, αλλά εξαναγκάζονται ρητά να το πράξουν από κρατικές εξουσίες στο εξωτερικό – άλλη περίπτωση αυτή, πιο περίπλοκη. Όλοι αυτοί, πάντως, εμφανίζονται ως «μετριοπαθείς», «νηφάλιοι», «αγαπητικοί» και «στοργικοί» υπερασπιστές της υγείας του ποιμνίου, αφού ακολουθούν τη «μέση οδό» στο επίπλαστο σχήμα των δύο άκρων που περιγράψαμε.
Αν τα γράφω αυτά εδώ, με κίνδυνο να με κατηγορήσει ο αναγνώστης πως του έκαψα τον εγκέφαλο, το κάνω μόνο και μόνο για να δουν κάποιοι ότι έχουμε καταλάβει τη μεθόδευση και τη σταδιακή προώθησή της. Όχι επειδή ανησυχώ – επειδή ανησυχούμε. «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι;» (Ψαλ. 26,1).