Ας ξεκινήσουμε από μια βασική θεωρία. Οι κρατικοί δρώντες είναι ορθολογικοί, και ως εκ τούτου λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τη μεγιστοποίηση του οφέλους τους και την αντίστοιχη ελαχιστοποίηση του κόστους. Με αυτόν το γνώμονα, προχωρούν σε κλιμάκωση και διεύρυνση της εμπλοκής τους σε εύφλεκτες γεωγραφικές ζώνες στο βαθμό που η εν λόγω προοπτική δεν είναι κοστοβόρα ή μειώνει κόστη από ένα διαφορετικό ενδεχόμενο.
Στη Λιβύη, η Ρωσία έχει εμπλακεί πολύ ενεργά μέσω της Ομάδας Wagner και διαρκών χρηματοδοτήσεων της πλευράς Χάφταρ, ενώ η πρόσφατη διαπίστωση παρουσίας πολεμικών αεροσκαφών ρωσικής κατασκευής απλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Μόσχα έχει λάβει πολύ σοβαρά το ζήτημα της Λιβύης. Αν αντιπαραβάλουμε τη ρωσική με την τουρκική παρουσία, διαπιστώνουμε ότι Μόσχα και Άγκυρα αμφότερες δεσμεύονται πολλαπλώς με τη συγκεκριμένη υπόθεση, και κυρίως όχι υπό την προοπτική αποκόμισης κερδών, αλλά εκείνη του περιορισμού απωλειών.
Τα κράτη αναλαμβάνουν υψηλού ρίσκου επεμβάσεις και γίνονται περισσότερο επιδεκτικά να αναλάβουν κόστος όταν αντιλαμβάνονται ότι χάνουν κεκτημένα, ενώ είναι περισσότερο έτοιμα να «υποχωρήσουν» ενώπιον της προοπτικής ενός κέρδους. Στη Λιβύη, Ρωσία και Τουρκία πραγματοποιούν επεμβάσεις διατήρησης κεκτημένων και αυτό σημαίνει ότι δύσκολα θα αποχωρήσουν και δύσκολα θα αποσοβήσουν τη συνέχεια του πολέμου δι’ αντιπροσώπων.
Η Ρωσία επιθυμεί να αποκτήσει προνομιακή θέση στο Μαγκρέμπ και να προβάλει ισχύ στη Μεσόγειο, αλλά πρωτίστως θέλει να αποτρέψει την αδέσμευτη και δίχως την παρεμβολή της Gazprom τροφοδότηση της ευρωπαϊκής αγοράς με αφρικανικό αέριο. Η Λιβύη από μόνη της δεν αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστή της Ρωσίας εξ απόψεως αποθεμάτων φυσικού αερίου, αλλά το γεγονός ότι μαζί με την Αλγερία και την Τυνησία αποτελούν τα σημεία πόντισης υποθαλάσσιων αγωγών προς την Ευρώπη είναι δίλημμα υψηλού κόστους για τη Μόσχα.
Μάλιστα, οι εν λόγω αγωγοί θα συνιστούν προέκταση ενός ευρύτατου δικτύου, με πυλώνα τον Trans Saharan, ξεκινώντας από την πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων Νιγηρία.
Οι Ρώσοι έχουν ήδη αναπτύξει τις σχέσεις τους με τον Σίσι της Αιγύπτου, έχουν διευρύνει την ενεργειακή δέσμευση της ευμεγέθους γερμανικής αγοράς στους ίδιους μέσω των υποθαλάσσιων αγωγών Nord Stream I και II, γνωρίζουν ότι η παραγωγή της Βορείου Θάλασσας βαίνει διαρκώς μειούμενη, και έτσι επιχειρούν να παρέμβουν σε οποιαδήποτε εναλλακτική επιλογή προκύπτει. Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται και η θέλησή τους να διαφυλάξουν το κύρος και την αξιοπιστία τους εκμεταλλευόμενοι το «παράθυρο ευκαιρίας» που έχει προκύψει από τον περιορισμό της αμερικανικής εμπλοκής στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή λόγω της προτεραιότητας εξισορρόπησης της Κίνας. Η Λιβύη συνιστά ένα πεδίο ρωσικής προβολής ισχύος με άξονα τη διατήρηση της εδραίας θέσης στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, η οποία έχει ευδιάκριτο μερίδιο στην οικονομική βιωσιμότητα της Ρωσίας.
Από τη δική της πλευρά, η Τουρκία διεξάγει επίσης έναν αγώνα διατήρησης κεκτημένων, υπό την έννοια ότι η λιβυκή πολιτική της είναι αναμφίλεκτα μαξιμαλιστική, αλλά αποτελεί και το έσχατο καταφύγιο διάσωσης του περιφερειακού κύρους της. Η άνοδος του Σίσι στην Αίγυπτο και ο εξοβελισμός των Αδελφών Μουσουλμάνων από την εξουσία, καθώς και τα πολλαπλά προβλήματα στη Συρία, καθιστούν την Τουρκία «όμηρο» του ανταγωνισμού στη Λιβύη. Εντούτοις, το βασικό ζητούμενο είναι η διαφύλαξη του «κεκτημένου» του νομικά αστήρικτου τουρκολιβυκού συμφώνου.
Το τουρκολιβυκό σύμφωνο «προσφέρει» στην Άγκυρα πρόσβαση στα κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, ενώ επιτρέπει στις τουρκικές εταιρείες να έχουν προνομιακή θέση στις εκμεταλλεύσεις και της «λιβυκής ΑΟΖ». Είναι παράνομο, αλλά είναι κι ένα χαρτί που μπορεί να ενεργοποιηθεί με την κατάλληλη πολιτικοστρατηγική δέσμευση των δύο πλευρών κόντρα σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου.
Εξάλλου, όπως έλεγε ο Νταβούτογλου, «η Κύπρος είναι ένα καλό προηγούμενο».
Το διακύβευμα για την Τουρκία είναι υψηλό, όχι μόνο επειδή ικανοποιείται η μεγαλομανία του Ερντογάν, αλλά και επειδή αποκόπτεται η σύνδεση των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου και κατ’ επέκταση η πρόσβαση των αγορών της ΕΕ στα κοιτάσματα της Λεκάνης της Λεβαντίνης διά του East Med. Συνεπώς, Ρωσία και Τουρκία είναι στρατηγικά εγκλωβισμένες στη Λιβύη και η υποχώρηση κάποιας εκ των δύο δεν μπορεί να επισυμβεί δίχως την ανάληψη υψηλού κόστους, δηλαδή δίχως μια συντριπτική ήττα στο πεδίο των επιχειρήσεων.
Εξαίρεση θα μπορούσε να είναι μία: η Τουρκία να περιστείλει τη δέσμευσή της επί λιβυκού εδάφους, αφού πρώτα θα έχει επιτύχει de facto την υλοποίηση του τουρκολιβυκού ψευδοσυμφώνου ακόμη και χωρίς την παρουσία Σάρατζ στην εξουσία. Σε μια τέτοια περίπτωση, είτε θα κατασκευαστεί ο East Med με τη συμπερίληψη της Τουρκίας είτε το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου θα κατευθυνθεί προς την Ευρώπη απευθείας μέσω τουρκικού εδάφους με ένα έργο, το οποίο θα είναι και κατά τι φθηνότερο.
Ωστόσο η συγκεκριμένη προοπτική δεν παύει να είναι εξαίρεση, και ο κανόνας, επί της παρούσης, είναι η μαξιμαλιστική νεοοθωμανική στρατηγική της Άγκυρας η οποία δεν θα επιτρέψει στον Ερντογάν να περιορίσει την τουρκική εμπλοκή σε στρατηγικούς κλάδους της λιβυκής οικονομίας, γεγονός που τον φέρνει ούτως ή άλλως σε σύγκρουση με σημαντικούς πόλους ισχύος, όπως η Γαλλία.