Η Ανάστα ήταν κόρη του Ευθύμιου και της Ευθυμίας Σπυριδοπούλου, από το χωριό Κερπισλί της Σαμψούντας. Ο Ευθύμιος και Ευθυμία είχαν άλλα τέσσερα παιδιά. Τον Θόδωρο, τη Στυλιανή, την Κυριακή, και τον μικρό Θεμιστοκλή. Ζούσαν ήσυχα στο χωριό τους, είχαν τον τρόπο τους.
Μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Οι Τούρκοι πήραν την απόφαση να αφανίσουν τους χριστιανούς της Ανατολής.
Ξαπέστειλαν τα σκυλιά τους, τους τσέτες, που με τον αρχηγό τους, τον Τοπάλ Οσμάν, λεηλάτησαν, βίασαν, αφάνισαν τους χριστιανούς της περιοχής της Σαμψούντας.
Το σχέδιο της οριστικής σφαγής και Γενοκτονίας της ράτσας μας δόθηκε στις 19 Μαΐου 1919, όταν ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Άφθονο ήταν το αίμα των χριστιανών που χύθηκε. Άλλοι πάλι οδηγήθηκαν στα αμελέ ταμπουρού, στα τάγματα εργασίας δηλαδή, και χάθηκαν στις πορείες θανάτου.
Ο αδελφός της Ανάστας, ο Τελή Θόδωρος, κατέφυγε στα βουνά αντάρτης. Τον είπαν Τελή γιατί ήταν ατρόμητος και δεν προσκύνησε τον άπιστο. Οι γονείς της Ανάστας και η αδελφή της η Κυριακή πέθαναν στο χωριό. Όσο για τη Στυλιανή, είχε χαθεί… Τα δυο μικρότερα παιδιά, την Ανάστα και τον Θεμιστοκλή, τους πήρε η γυναίκα του Τελή Θόδωρου και μαζί με το δικό της κοριτσάκι ξεκίνησαν από το χωριό, μαζί με άλλους συγχωριανούς τους, για να φτάσουν σε λιμάνι, στον Εύξεινο Πόντο. Ήλπιζαν να βρουν κάποιο πλοίο να τους πάρει στην Ελλάδα.
Τέσσερις μήνες περιπλανήθηκαν. Περπάτησαν ατελείωτα κάτω από γεφύρια, μέσα από νερά και καλαμιές. Τρώγανε ό,τι βρίσκανε στο δρόμο τους. Οι Τούρκοι καιροφυλακτούσαν σε κάθε τους βήμα. Μια μέρα, ο παπάς που ήταν μαζί τους, είπε σε μια γυναίκα που κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της, ή να φύγει ή να το πνίξει στο ποτάμι. «Για να μην μας προδώσει το κλάμα του μωρού», της είπε. Η γυναίκα, παρά τον πόνο της, έριξε το παιδί της στο ποτάμι.
Η Ανάστα μαζί με τους άλλους συνέχισαν το δρόμο τους. Στο δρόμο συνάντησαν πολλές δυσκολίες. Κάποτε χρειάστηκε να περάσουν ένα ποτάμι.
Τότε ο Λευτέρης Παμπουκίδης την φορτώθηκε στην πλάτη του. Έτσι, φορτωμένη στην πλάτη του Λευτέρη κατάφερε να σωθεί από βέβαιο θάνατο η μικρή Ανάστα.
Ο Λευτέρης Παμπουκίδης, από την Αμάσεια του Πόντου
Μετά από κακουχίες τεσσάρων μηνών κατάφεραν επιτέλους να φτάσουν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Στο λιμάνι του Σοχούμ επιβιβάστηκαν σε πλοίο το οποίο θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στη διαδρομή θέριζαν οι αρρώστιες. Όσους πέθαιναν, τους έριχναν στη θάλασσα.
Η Ανάστα δεν θα ξεχνούσε ποτέ μια σκηνή που διαδραματίστηκε δίπλα της. Ο ήλιος έγερνε στη Δύση του. Το σκοτάδι δεν θα αργούσε να τυλίξει για άλλη μια νύχτα το καράβι. Το σκοτάδι πάντα την φόβιζε, έβλεπε παράξενες σκιές – σκιές τρομακτικές λες και έρχονταν να την κατασπαράξουν. Η θάλασσα και ο ουρανός σφιχταγκάλιαζαν το πλοίο, το οποίο ανεβοκατέβαινε αργά στα κύματα. Το χρώμα ουρανού και θάλασσας γίνονταν ένα στο σκοτάδι.
Δίπλα της ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή.
«Μάνα, μάνα ξύπνα!». Η γυναίκα δεν σάλευε. Την έσπρωξε πιο δυνατά, το κεφάλι της έπεσε από τον μπόγο όπου ήταν στερεωμένο, έγειρε στο πλάι. Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα. Κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συνέβη στη μάνα της.
«Μάνα, μάνα, μάνα, ξύπνα, μίλα μου…». Νεκρική σιγή γύρω. Χιλιάδες ψυχές ξέχασαν για λίγο τον δικό τους πόνο και αφουγκράζονταν το κλάμα του κοριτσιού. Το κορίτσι αγκάλιασε το σώμα της μάνας. Ανασήκωσε το κεφάλι της, το έφερε κοντά στο πρόσωπό της…
«Μάνα, ξύπνα, μη μ’ αφήνεις μόνη, μόνη είμαι μάνα στον κόσμο, μόνο εσένα έχω. Όλους τους έχασα, όλους… Είσαι άδικη μάνα, μ’ ακούς; Εσύ δεν υποσχέθηκες ότι θα επέστρεφε ο πατέρας στο σπίτι και θα αντάμωνε πάλι όλη η οικογένεια; Δεν κράτησες μάνα την υπόσχεσή σου και τώρα φεύγεις και εσύ και μ’ αφήνεις ορφανή, μόνη στον κόσμο».
Τα μάτια του κοριτσιού ήταν γεμάτα δάκρυα. Έκλαιγε, και ανάμεσα στα αναφιλητά της σιγοψιθύριζε…
«Μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μέρ’ εφέκες με και πας, μανίτσα μ’, μικρόν ορφανόν εφέκες με, μανίτσα μ’». Κουνούσε τη μάνα στα χέρια σαν να νανούριζε την κούκλα της. «Ξύπνα μάνα μ’, φοβάμαι…».
Την πλησίασαν δυο γεροδεμένοι άνδρες από το πλήρωμα του πλοίου. Τα χέρια του κοριτσιού δεν αντέδρασαν, έπεσαν στο πλάι. Πήραν τη γυναίκα από την αγκαλιά της και την μετέφεραν στην άκρη του πλοίου. Ένας παπάς διάβασε μια ευχή. «Αιωνία σου η μνήμη, αδελφή». Την σήκωσαν και πάλι στα χέρια και την έριξαν στη θάλασσα.
Το ουρλιαχτό του κοριτσιού τους τρόμαξε. Και ύστερα σιωπή. Ακόμη και τα δάκρυα στέρεψαν στα μάτια τους. Οι άνθρωποι έγειραν τα κεφάλια τους. Δεν είχαν άλλη δύναμη να μιλήσουν, να κλάψουν, να παραπονεθούν, να τραγουδήσουν. Το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του.
Οι μέρες τούς φαίνονταν ατελείωτες. Μερόνυχτα έβλεπαν μόνο ουρανό και θάλασσα. Κάποτε είδαν από μακριά στεριά. Τους είπαν πως ήταν το νησί Λευκάδα. Λαχταρούσαν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες να πιάσουν λιμάνι, να πατήσουν λίγη στεριά. Αντί γι’ αυτό τους κράτησαν για σαράντα περίπου μέρες στο πλοίο, σε καραντίνα.
Μετά από 40 μέρες το πλοίο πλησίασε στο λιμάνι για να τους αποβιβάσει. Με έκπληξη είδαν πολλούς ανθρώπους να τους περιμένουν εκεί. Αναθάρρησαν, σκέφτηκαν «τα αδέλφια μας οι Έλληνες κατέβηκαν στο λιμάνι για να μας υποδεχτούν!». Μα όσο πλησίαζαν, τόσο η αγωνία τους μεγάλωνε. Τα λόγια και οι διαθέσεις δεν ήταν ανθρώπων που σε καλοδέχονται.
«Τουρκόσποροι, να φύγετε», φώναζαν. Αυτοί τους κοίταζαν με απορία, κοιτιόντουσαν μεταξύ τους, νόμιζαν ότι κάποιοι Τούρκοι βρίσκονταν ανάμεσά τους. Μα σαν κατάλαβαν ότι τουρκόσπορους αποκαλούσαν τους ίδιους, έσκυψαν το κεφάλι ταπεινωμένοι.
«Έλληνες είμαστε», τους έλεγαν.
Το κλίμα δεν τους σήκωνε. Πολλοί πήραν πάλι των οματιών τους και έφυγαν σε αναζήτηση άλλης πατρίδας. Η γυναίκα του Τελή Θόδωρου πήρε τα παιδιά και έφυγαν για τη Δράμα. Εκεί άκουσαν ότι υπήρχαν χωράφια και καπνά. Όμως τα παιδιά δεν περνούσαν καλά. Η γυναίκα τα κακομεταχειριζόταν. Τότε, ένας ξάδελφος του πατέρα τους, ο Χατζη-Γιώργης τα πήρε μαζί του και πήγαν στην Ξάνθη.
Εκεί μια μέρα έφτασε ένα όμορφο παλικάρι από χωριό του Έβρου. Ο Σταύρος Αραπίδης. Ζητούσε να παντρευτεί μια προσφυγοπούλα από του Πόντου τα μέρη. Είδε την Ανάστα, 14 χρόνων λυγερόκορμο κορίτσι ήταν, και αυτός μόλις 18. Παντρεύτηκαν και την έφερε στη Νέα Χηλή το 1924.
Ο Σταύρος Αραπίδης, στρατιώτης το 1931
Παιδιά ήταν και οι δυο. Δεν ήταν εύκολη η ζωή τους. Φτώχεια και αγώνας για επιβίωση. Και ύστερα ήρθαν τρία παιδιά. Η Αλεξάνδρα, η Κυριακή και η Ελισάβετ. Και ρίζωσαν στον τόπο. Και αναθρέψαν τα παιδιά τους και αυτά έκαναν τα δικά τους παιδιά.
Η «θεία» Ανάστα πέθανε το 2011 σε ηλικία 97 χρονών. Μέχρι και το τέλος θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τα χρόνια που έζησε, παιδί εκεί στον Πόντο, γυναίκα κατόπιν, εδώ στη Νέα Χηλή. Ο Θεός την αξίωσε να δει τέσσερα εγγόνια και πέντε δισέγγονα. Αυτή ήταν η ιστορία της μικρής Ανάστας. Χιλιάδες ήταν τα παιδιά που γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο της προσφυγιάς.
Υ.Γ.: Χρόνια αργότερα, και αφού είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα, η Ανάστα έμαθε ότι η αδελφή της η Στυλιανή είχε σωθεί και ζούσε στη Ρωσία. Την είχε κλέψει ένας Αρμένης και την παντρεύτηκε εκεί. Το 1984 πήγανε στη Ρωσία και έσμιξαν οι δυο αδελφές, έπειτα από 60 χρόνια. Πάντα η «θεία» Ανάστα ανέφερε σε συζητήσεις της τον Λευτέρη Παμπουκίδη. Γι’ αυτήν ήταν ο σωτήρας της, και όπως έλεγε, αν δεν ήταν εκείνος η ίδια θα είχε πεθάνει…
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος ΠΝ ε.α.
- Πηγή: alexpolisonline.com.
- Διαβάστε περισσότερα για τη Γενοκτονία των Ποντίων και συγκλονιστικές Μαρτυρίες στις σχετικές ενότητες του pontos-news.gr.