Εσύ κόρ’ απόθεν είσαι;
Τίνος είσαι;
Πώς λένε σε;
Σε λένε Συμέλα και Παρθένα και Παρέσα,
κι ενίοτε Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Θεσσαλονίκη, Αντιγόνη
Έρχεσαι από τον Πόντο.
Ήσουν του κύρη σου και του άντρα σου
και των πεθερικών σου.
Δεν σε χάιδεψαν,
σε ετοίμαζαν για τη σκληρή ζωή σου.
Σε μάθαιναν να υπηρετείς, να φροντίζεις,
να σέβεσαι.
Πάντα το βλέμμα σου χαμηλά… έτσι έπρεπε.
Χαμήλωνες τα μάτια σου στους προστάτες σου.
Κι ας ήξερες πως εσύ προστάτευες τους προστάτες σου
Όλοι το ήξεραν
Εσύ τους στήριζες,
εσύ κρατούσες τις ισορροπίες.
Πάντα με τα μάτια χαμηλωμένα
και τα μανίκια σηκωμένα.
Αγάπαγες τη φύση και τα ζώα σου και τα παρχάρια σου.
Ω, τα λάτρεψες τα παρχάρια σου,
γιατί μόνο εκεί ήσουν λεύτερη.
Εκεί δεν ήσουν του κύρη σου,
του άντρα σου, της πεθεράς σου.
Εκεί ήσουν του εαυτού σου.
Εκεί σήκωνες τα μάτια σου
και χαμογέλαγες του ήλιου.
Κι ύστερα έγινες στόχος τους.
Ήσουν εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Γεννούσες, έδινες ζωή,
κι αυτοί ήθελαν το θάνατο
Επάνω στο αδύναμο κορμί σου
ξέσπασε ο άρρωστος «ανδρισμός»
μιας ξεπεσμένης αυτοκρατορίας.
Σε έσυραν στους δρόμους,
σε βίασαν μπροστά στον κύρη σου.
Σε έσυραν στις εκκλησιές σου
και σε βίασαν μπροστά στις εικόνες σου.
Και τότε σάλεψε ο νους και σήκωσες
τα μάτια σου και μάλωσες τον θεό σου
που επέτρεπε να γίνεται αυτό.
Και ο Κεμάλ ήξερε.
Ο Κεμάλ σχεδίαζε
και τα πρωτοπαλίκαρά του εκτελούσαν
και ο Κεμάλ τους επιβράβευε.
Σε πουλούσαν στα χαρέμια τους
και ο Κεμάλ ήξερε.
Ο Κεμάλ προέτρεπε.
Σε πουλούσαν στα πορνεία τους
και ο Κεμάλ έχτιζε την καινούργια Τουρκία
πάνω στο ματωμένο σου κορμί.
Και έγινε ήρωας ο Κεμάλ,
και οι πολιτισμένοι άνθρωποι
ήξεραν και σιωπούσαν.
Εγώ δεν θα σιωπήσω.
Δεν μπορώ να σιωπήσω.
Γιατί σε κουβαλάω μέσα μου,
στο αίμα μου,
στον τρόπο που χαμηλώνω τα μάτια μου
όπως εσύ.
Στον τρόπο που κόβω το ψωμί και το μοιράζω
όπως εσύ.
Στον τρόπο που βάζω πίσω από το αυτί μου
τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο
όπως εσύ.
Είσαι στο αίμα μου,
στο βλέμμα μου.
Είσαι μέσα μου.
Πόντια γυναίκα,
είμαι εικόνα σου.
Είμαι απόγονός σου
κι ευχαριστώ την μοίρα μου γι’ αυτό.
Είμαι απόγονός σου
Ποντια γυναίκα,
κι εγώ
στο ορκίζομαι,
ΔΕΝ ΘΑ ΣΙΩΠΗΣΩ εγώ.
Βασιλική Τσανακτσίδου