Μέλη του Κομιτάτου «Ένωση και πρόοδος» που οδήγησε στο Κίνημα των Νεότουρκων οι Ισμαήλ Εμβέρ, Μεχμέτ Ταλαάτ και Αχμέτ Τζεμάλ, οι οποίοι έμειναν στην Ιστορία ως οι «τρεις πασάδες»: πρόκειται για την τριανδρία που επέβαλε σκιώδη στρατιωτική δικτατορία μετά τη συνθηκολόγηση των Οθωμανών με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1913, και ουσιαστικά σφράγισε τη μοίρα των χριστιανών της Ανατολής.
Οι Εμβέρ Πασάς, Ταλαάτ Πασάς και Τζεμάλ Πασάς (όπως αποκαλούνται λόγω των τίτλων τους) έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το συνέδριο της Θεσσαλονίκης του 1911, κατά το οποίο αποφασίστηκε ότι η «Τουρκία ανήκει στους Τούρκους».
Ο πιο σκληρός της τριανδρίας θεωρείται ο Εμβέρ Πασάς. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια· από έφηβος σπούδασε σε διάφορες προπαρασκευαστικές και ανώτερες σχολές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αποφοίτησε από την Ακαδημία Χαρπ της Άγκυρας.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του στρατιωτική ευφυΐα, άποψη που δεν συμμερίζονταν οι Γερμανοί σύμμαχοι. Μεγάλος θαυμαστής της γερμανικής στρατιωτικής κουλτούρας, έθεσε να θεμέλια της συνεργασίας με το Βερολίνο, αρχικά προσκαλώντας τους Γερμανούς αξιωματικούς να συμβάλουν στην αναμόρφωση και την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού.
Οι συντριπτικές ήττες κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού και το πραξικόπημα του 1913 τον έφεραν στην εξουσία. Ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών και έγινε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της στρατιωτικής πτέρυγας του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος». Θεωρείται ότι έβαλε για τα καλά τη Γερμανία μέσα στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Με σύνθημα «πόλεμος μέχρι την τελική νίκη», ανέλαβε τη διοίκηση των οθωμανικών στρατιών στο μέτωπο του Καυκάσου απέναντι στις ρωσικές αυτοκρατορικές δυνάμεις.
Ο Γερμανός στρατιωτικός σύμβουλος, στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς, θεωρούσε τον Εμβέρ Πασά το λιγότερο ανίδεο: αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο, όταν λόγω του ασαφούς και πολύπλοκου σχεδίου που κατάρτισε οι Οθωμανοί γνώρισαν τη χειρότερη ήττα στον Α’ Παγκόσμιο, στη μάχη του Σαρίκαμις στην επαρχία του Καρς.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη επιχείρησε να ρίξει το φταίξιμο στους Αρμένιους και τους Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή, γεγονός που ήταν προάγγελος των καταπιεστικών μέτρων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Σκοτώθηκε στις 4 Αυγούστου 1922, στην περίοδο της ακμής του, κατά τη διάρκεια μάχης με τον Κόκκινο Στρατό.
Ο Ταλαάτ Πασάς, που δολοφονήθηκε στις 15 Μαρτίου 1921 στο Βερολίνο από έναν Αρμένιο, τον Σογομών Τεχλιριάν, ήταν γιος κατώτερου Οθωμανού αξιωματούχου. Ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στο Κίνημα των Νεότουρκων, με αποτέλεσμα να απολυθεί από την υπηρεσία των οθωμανικών ταχυδρομείων.
Με «περγαμηνές» στην Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο, που αποτελούσε το συνωμοτικό πυρήνα του κινήματος, μετά την επικράτηση των Νεότουρκων στο οθωμανικό κοινοβούλιο ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών (1913-1917) και υπουργός Ταχυδρομείων. Σε αντίθεση με τον Εμβέρ Πασά, υποστήριζε τις δυνάμεις της Αντάντ.
Ως υπουργός Εσωτερικών ανέλαβε την ευθύνη για τον εκτοπισμό των Ελλήνων και των Αρμενίων· διακρινόταν για την οξύνοια, την τόλμη, αλλά και την απίστευτη σκληρότητά του. Προσυπέγραψε τα γερμανικά σχέδια για τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, και θεωρείται ο ενορχηστρωτής και ο εγκέφαλος της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών.
Στη Γερμανία διέφυγε μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, μαζί με τους άλλους δύο ηγέτες της τριανδρίας.
Τρίτος και τελευταίος, ο Τζεμάλ Πασάς, γιος στρατιωτικού με την ιδιότητα του φαρμακοποιού. Με στρατιωτικές σπουδές και ο ίδιος, το 1911 διορίστηκε κυβερνήτης της Βαγδάτης, ωστόσο παραιτήθηκε για να επανενταχθεί στο στρατό και να πολεμήσει στον Α’ Βαλκανικό.
Μετά το τέλος του πολέμου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προπαγάνδα του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» κατά των διαπραγματεύσεων ειρήνης με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Τον Ιανουάριο του 1913 διορίστηκε διοικητής της Κωνσταντινούπολης και υπουργός Δημόσιων Έργων, ενώ έναν χρόνο μετά ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών.
Αν και προτιμούσε τη Γαλλία, τελικά συμφώνησε στη σύμπραξη με τη Γερμανία κατά τον Α’ Παγκόσμιο. Όπως και ο Εμβέρ Πασάς, αποδείχθηκε ανεπαρκής στρατιωτικός ηγέτης· ήταν ένας από τους σχεδιαστές των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών δράσεων, που όλες αποδείχθηκαν καταστροφικές. Το 1915 τοποθετήθηκε διοικητής στη Συρία, με πλήρεις στρατιωτικές και πολιτικές εξουσίες.
«Αιμοδιψή σεΐχη» τον αποκαλούσαν, καθώς ήταν υπεύθυνος για τον απαγχονισμό πολλών Λιβενέζων, Σύρων σιιτών και μουσουλμάνων.
Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1918, κατέφυγε στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Ελβετία. Δολοφονήθηκε στην Τιφλίδα στις 21 Ιουλίου 1922 από τον Αρμένιο Στεπάν Ντζαγκιγιάν, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Νέμεση.