Για να εντρυφήσουμε στη χαρά της Ανάστασης, ότι το χρειαζόμαστε, είπα να καταπιαστώ μ’ ένα από τ’ Αναστάσιμα κοντάκια του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού. Διάλεξα αυτό που έχει αριθμό 26, ακροστιχίδα «ΩΔΗ ΡΩΜΑΝΟΥ» και κάνει αρχή με τη φράση: «Τω πάθει σου, σωτήρ ημών…».
Η απόδοση στη σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής που αποτολμώ, έχει μοναδικό στόχο να δώσει κίνητρο στον αναγνώστη ν’ αναζητήσει και να διαβάσει τα κοντάκια του Αγίου στο πρωτότυπο.
Οδηγός σ’ αυτό το μικρό εγχείρημα στάθηκε ένα βιβλίο με 59 ύμνους του Ρωμανού (εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2003), που περιέχει και απόδοση στα νέα ελληνικά από τον πατέρα Ανανία Κουστένη. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά γνωρίζω το πνευματικό του έργο και ανάστημα και γι’ αυτό σκύβω και του φιλώ με σεβασμό το χέρι. Το βιβλίο μού το δώρισε ένας καλός φίλος, ο Γιάννης Κουρεμπελές, καθηγητής της Θεολογίας, που έχει μελετήσει κι έχει δημοσιεύσει πράγματα πάνω στο έργο του Αγίου Ρωμανού. Η αγάπη του στον Άγιο κι ο ενθουσιασμός για τους ύμνους του είναι μεταδοτικά…
Ο Άγιος να με συγχωρήσει για τις αστοχίες στην απόδοση των θεόπνευστων λόγων του και για τις ελευθερίες π’ αναγκάστηκα να πάρω, για να προσεγγίσω κάπως τη νοστιμάδα του πρωτότυπου. Σ’ αυτό το άρθρο, σήμερα, βάζω τους πρώτους πέντε οίκους∙ τους υπόλοιπους έξι την άλλη Τρίτη, πρώτα ο Θεός.
Προοίμιο
«Χάρη στα σεπτά Σου Πάθη, λευτερωθήκαμε απ’ τα πάθη, Σωτήρα μας».
Ο Αδάμ μ’ ουρανομήκη κραυγή σ’ υποδέχθηκε∙ κι ο Άδης απ’ τον τρόμο αποσβολώθηκε
με την Ανάσταση.
Οίκοι
α΄. Όπως η γη η ξεραμένη τους καταρράκτες τ’ ουρανού ν’ ανοίξουν με λαχτάρα περιμένει,
έτσι κι ο Αδάμ που μες στον Άδη σώκλειστος παράμενε, Εσένα ανάμενε
του κόσμου τον Σώστη και Ζωοδότη
κι έλεγε του Άδη: «Τι κορδώνεσαι;
Στάσου μαζί μου, στάσου λίγο, για να δεις μετά από λίγο
την εξουσία σου συντρίμμια σ’ οικτρή κατάσταση και τη δική μου στα ύψη αποκατάσταση.
Τώρα δυναστεύεις εμένα και το γένος μου και μάς κρατάς δεμένους,
σύντομα, όμως, θα μας δεις από σένα λυτρωμένους.
Έρχετ’ ο Χριστός για εμένα και σε σένα έρχονται ρίγη.
Το τυραννικό σου πολίτευμα Αυτός θα καταλύσει
με την Ανάσταση».
β΄. «Τέτοια δύναμη που λες κανένας δεν απόκτησε, κανένας και ποτές,
γιατί εγώ βασιλεύω πάνω σ’ όλα», είπ’ ο Άδης στον Αδάμ.
«Σαν ποιος άλλος θε να ’ρθει κι από πάνω να μου βγει,
και στη βασιλεία να με διαδεχτεί;
Τι Αβραάμ, τι Ισαάκ, τι Ιακώβ και Ιωσήφ,
τι και τους Προφήτες όλους, έγκλειστους τους έχω κι είμ’ κλειδοκράτορας∙
εδώ κατεξουσιάζω σένα που ’σαι όλων ο προπάτορας…
Πώς λες, λοιπόν, πως έρχεται κειος που να με τσαλαπατήσει έχει σκοπό απώτερο;
Άραγε συ τον βρίσκεις απ’ όλους σας ανώτερο,
ώστε να σε λυτρώσει καθώς είπες
με την Ανάσταση;»
γ΄. Στ’ αυτιά του Αδάμ σαν φτάσανε οι κομπασμοί του Άδη,
αμέσως του αντιγύρισε∙ κι ως των βροτών πρωτόπλαστος αυτά είναι που του είπε:
«Άκου καλά τα λόγια μου και μάταια μην καυχιέσαι.
Φυλακωμένο με κρατάς∙ ζυγώνει, όμως, η ώρα που πια δεν θα μπορείς.
Ανάξιος αποδείχτηκα για παραδείσου τέρψη∙ την έχασα και έμπλεξα με σένα απατεώνα εδώ χάμω που στάλθηκα διωγμένος απ’ τα πάνω.
Μόνο τον δεσμοφύλακα, αυτό είναι που κάνεις, δεν έχεις δυνατότητα εσύ να με ξεκάνεις.
Άλλον ’γώ έχω βασιλιά∙ Αυτός την εξουσία σου θα την κατασυντρίψει.
Στρατιώτης έγινα απλός εγώ στο στράτευμά Του∙
σε βασιλεία ουράνια μαζί Του θα με πάρει
με την Ανάσταση».
δ’. «Κανένας δεν θα βγει μπροστά για χάρη σου να σκίσει, εκείνο το χειρόγραφο
[που σε καταδικάζει∙
κείνος που μάταια συ καλείς να γίνει βοηθός σου, έμενα έχει βασιλιά.
Κι αυτός πέφτει στα χέρια μου σαν όλους τους ανθρώπους,
γιατί ποτέ δε βρέθηκε κανείς ανώτερος μου∙ κανείς σού λέω, πουθενά!
Tον εαυτό σου μην γελάς, λοιπόν, βρε συ Αδάμ μου∙ ότι άδικα κουράζεσαι και μάταια
[χτυπιέσαι.
Σε μαύρο σκοτεινό ταφί εγώ είμαι που σε κλείνω κι εγώ απά στο γένος σου κυριαρχία έχω.
Αυτόν που συ ονειρεύεσαι για υπερασπιστή σου,
εσταυρωμένο θα Τον δεις κι έτσι θα το χωνέψεις: για πάντα σ’ έχω καταπιεί.
Πώς, το λοιπόν, διατείνεσαι ότι αυτός θα σε λυτρώσει από μένα
που ως τα τώρα είμαι ταγμένος το δικό σου γένος να κρατώ σε διάσταση
με την Ανάσταση;».
ε΄ «Να πληγωθεί για χάρη μου κι αυτό θα το υποφέρει∙ πίσω δεν κάνει,
δεύτερος Αδάμ για μένα ο Σωτήρας μου θα γίνει∙
την τιμωρία που μ’ αξίζει Αυτός θα υπομείνει,
αφού σε σώμα δέχτηκε να μπει σαν το δικό μου.
Αυτόν π’ ούτε τα Χερουβίμ να δουν δεν το μπορούνε, θα Τον καρφώσουν στο πλευρό∙
απ’ την πληγή που θ’ ανοιχτεί νεράκι θ’ αναβλύσει και την φωτιά θα σβήσει που τα μέσα μου
[καίει.
Το μυαλό σου το απάνθρωπο νομίζει πως κι Αυτόν τον δυναστεύεις σαν κάθε άνθρωπο,
μωρέ θνητό θα καταπιείς, Θεό θα εμέσεις
μετά από ημέρες τρεις∙ αφού δεν πρόκειται ν’ αντέξεις
τις τιμωρίες που σου φέρνει
με την Ανάσταση».