Τριπλό χτύπημα από τους οίκους αξιολόγησης δέχθηκε η ελληνική οικονομία με την αρχή να την κάνει ο Fitch, ενώ τη σκυτάλη πήραν χθες οι Standard & Poor’s και DBRS. Οι οίκοι, όμως, περιορίστηκαν στην υποβάθμιση των προοπτικών, και όχι σε προς τα κάτω αναθεώρηση του αξιόχρεου. Παρά τις προβλέψεις για βαθιά ύφεση, το «μαξιλάρι» ρευστότητας που διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και οι προσδοκίες για ανάκαμψη από την επόμενη χρονιά, αντιστάθμισαν τους πιστοληπτικούς κινδύνους εξαιτίας των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Ισχυρή «ασπίδα» και από την ΕΚΤ, τόσο με την επαναφορά του waiver όσο κα με την τελευταία κίνηση να αποδέχεται ακόμη και τα ομόλογα junk ως εγγυήσεις για τη χορήγηση πιστώσεων.
Ειδικότερα, ο S&P υποβάθμισε την προοπτική της Ελλάδας σε σταθερή από θετική, επιβεβαιώνοντας την πιστοληπτική κατάταξη στη βαθμίδα ΒΒ-. Ο οίκος προβλέπει ύφεση περίπου 9% για την ελληνική οικονομία το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και επιστροφή στην ανάκαμψη το 2021. Μάλιστα, σύμφωνα με τον S&P, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι με ρυθμούς ταχύτερους σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Σε υποβάθμιση της προοπτικής σε σταθερή από θετική προχώρησε και ο DBRS, επιβεβαιώνοντας την πιστοληπτική κατάταξη στη βαθμίδα ΒΒ (low). Δεδομένης της ύφεσης εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση του κορονοϊού, καθώς και το ότι το χρονοδιάγραμμα και ταχύτητα μιας ανάκαμψης παραμένουν ακόμη αβέβαια, ο οίκος αποφάσισε την επί τα χείρω αναθεώρηση της προοπτικής. Ο DBRS αναγνωρίζει την ταχύτητα με την οποία η ελληνική κυβέρνηση διαχειρίστηκε την κατάσταση –τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα θα μετριάσουν τον οικονομικό αντίκτυπο–, όμως η οικονομία θα εισέλθει σε βαθιά ύφεση φέτος εξαιτίας λόγω του τουρισμού και της ναυτιλίας.
Ο DBRS αναμένει και αύξηση της ανεργίας. Παράλληλα, προειδοποιεί –όπως και ο S&P– για αύξηση του ελλείμματος και δημοσίου χρέους, που ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα στα τέλη του 2019, στο 176,6% του ΑΕΠ. Μάλιστα, ο S&P «βλέπει» έλλειμμα στο 7,7% του ΑΕΠ και χρέος στο 197% του ΑΕΠ για φέτος.
Για τον DBRS, τα υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους μετριάζονται ως ένα βαθμό από το γεγονός ότι πρόκειται για χρεόγραφα που λήγουν μακροπρόθεσμα, συν το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος τους διακρατείται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Παράλληλα, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα συμπεριλαμβάνονται πλέον στο συμπληρωματικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση της πανδημίας (PEPP).