H αναλογία που παρουσιάζουν οι διώξεις των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης στα 1913-14 και του ποντιακού ελληνισμού στα 1916-1922 με την μεγαλύτερης έκτασης και φρικαλεότητας Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915-16, υπογραμμίζει την εκτίμηση ότι τελικά όλες αυτές οι τραγωδίες ήταν, παρά τις ποσοτικές τους διαφορές, όψεις του ίδιου νομίσματος.
Άλλωστε, η εκτίμηση αυτή ήταν διάχυτη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στις εκθέσεις τους για τη Γενοκτονία οι Έλληνες πρόξενοι συχνά δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των διώξεων εναντίον του ενός και του άλλου στοιχείου, αφού πραγματοποιούνταν σχεδόν ταυτόχρονα και, μερικές φορές, σε απόλυτο συνδυασμό μεταξύ τους. Στις ίδιες εκθέσεις δεν περιέχονται μόνο γενικές πληροφορίες για τον κοινό σχεδόν χαρακτήρα των διώξεων, αλλά και σαφείς ακόμα δηλώσεις νεοτουρκικών κύκλων της πρωτεύουσας και της επαρχίας ότι αμέσως μετά το «τέλος» του αρμενικού ζητήματος, το καθεστώς θα προχωρούσε και στη «λύση» του ελληνικού του προβλήματος.
Από την πλευρά τους, άλλωστε, οι Τούρκοι με τις διώξεις επιδίωκαν να προκαλέσουν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών για να την χρησιμοποιήσουν ακριβώς ως πρόσχημα όχι μόνο για να ανακτήσουν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και για να έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν την εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών, με τον ίδιο τρόπο που είχαν επιχειρηματολογήσει και τους εκτοπισμούς και τη συνακόλουθη εξόντωση των Αρμενίων.
Πέρα εξάλλου από τις εκθέσεις των Ελλήνων (και πολλών ξένων) προξένων, υπάρχουν και ανάλογες πληροφορίες των Γερμανών διπλωματών.
Στις αρχές Οκτωβρίου λ.χ. του 1915, προτού δηλαδή φτάσει στο τέλος της η διαδικασία της Γενοκτονίας, ο Γερμανός ναυτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη Humann διαβίβαζε στον πρεσβευτή στην Αθήνα Falkenhayn τις εκμυστηρεύσεις που του είχε κάνει ο Ενβέρ πασάς για την πρόθεση του Κομιτάτου να συμπληρώσει, κατά τη διάρκεια του Πολέμου, την Γενοκτονία των Αρμενίων με την ανάλογη εξόντωση και του ελληνικού στοιχείου.
Παρ’ όλα αυτά, από τις ελληνικές πηγές φαίνεται ότι σε όλη τη διάρκεια των διωγμών τους οι δύο εθνότητες υπέμειναν το Γολγοθά τους χωρίς αντιδράσεις: «Πάντες οι Αρμένιοι του βιλαετίου Αδάνων», γράφει ο Έλληνας πρόξενος στη Μερσίνα Π. Αδαμίδης στις 23 Σεπτεμβρίου 1915, «ανερχόμενοι περίπου εις 80 χιλιάδας, εξετοπίσθησαν εις Χαλέπιον και εκείθεν εις Μεσοποταμίαν… Κατ’ αρχάς μεν ούτοι εδείκνυον θάρρος και μεγάλην αυταπάρνησιν, αλλά τελευταίως πληροφορηθέντες ότι ελάχιστοι κατορθούσι να φθάσωσιν εις τα υποδεικνυόμενα μέρη, ως και τους άλλους εξευτελισμούς και ατιμώσεις, απεθαρρύνθησαν και τελείως κατέπεσεν το ηθικόν των. Εφωράθησαν […] γυναίκες, διαβιώσασαι εντίμως και εναρέτως μετά των συζύγων των, να εγκαταλείπωσιν αυτούς επί τη απλή ιδέα ότι ίσως θα ήτο δυνατόν να παραμείνωσιν ενταύθα. Κατόπιν τούτων δύναταί τις να φαντασθή οποίαι συγκινητικαί σκηναί διεδραματίζοντο καθ’εκάστην κατά την εντεύθεν αναχώρησίν των…».
«H εκ της Αμισσού και των πλησίον πόλεων και χωρίων έξωσις των Αρμενίων», γράφει σε έκθεσή του της 14ης Ιουνίου 1915 ο Έλληνας υποπρόξενος στη Σαμψούντα Μ. Αποστολόπουλος, «εξακολουθεί ανηλεής, συντελουμένη μετ’ ανηκούστου τραχύτητος… Πλείστοι Αρμένιοι, όπως αποφύγωσι τον όλεθρον, προσέρχονται εις τον μουσουλμανισμόν. Έν χωρίον παρά τον Ταρσαμπά, εξισλαμίσθη αθρόως. Εν Αμισώ εξισλαμίσθησαν μέχρι σήμερον εξήκοντα Αρμένιοι».
Την παθητική στάση των Ελλήνων την επέβαλλαν ο φόβος και οι αδυσώπητες ανάγκες της αυτοπροστασίας: «Οι ημέτεροι», επισημαίνει σε εμπιστευτική έκθεσή του στις 6 Ιουλίου 1915 ο Έλληνας πρόξενος στη Μερσίνα Π. Αδαμίδης, «έχουσι και ούτοι καταληφθεί υπό απεριγράπτου δέους, φοβούμενοι μήπως, εν περιπτώσει πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, υποστώσι τα αυτά και χείρονα, πολλοί δε τούτων είχον ετοιμασθή να αναχωρήσωσιν… Εν περιπτώσει διακοπής σχέσεων και ο κατά των ημετέρων διωγμός προμηνύεται άγριος και αδυσώπητος».
Ανάλογες ήταν και οι προειδοποιήσεις του Έλληνα υποπρόξενου στο Ικόνιο N. Μπενετάτου, όπου γίνεται λόγος για τη διέλευση από εκεί των καραβανιών των εκτοπιζόμενων Αρμενίων:
«Οι ενταύθα Ελληνες»,υπογραμμίζει σε έκθεσή του της 6ης Αυγούστου 1915, «περιδεείς θεώνται τα γιγνόμενα, προαισθανόμενοι ότι η αυτή ίσως τύχη αναμένει και αυτούς. Διότι προ ολίγων ημερών εψιθυρίζετο μόνον, αλλ’ ήδη οι ενταύθα τουρκικοί κύκλοι αναφανδόν πλέον διακηρύττουν, ότι τους Αρμενίους θέλουσι ακολουθήσει οι Έλληνες».
«Ένα βράδυ», γράφει η Ανδρονίκη Μαστορίδου σε αυτοβιογραφικό της κείμενο για τα νεανικά της χρόνια στην πατρίδα της, την Άγκυρα, «έρχεται ο θείος μου αναστατωμένος, χλομός… Άρχισαν να διπλοκλειδώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα… Στους δρόμους άκουγες βιαστικά βήματα να τρέχουν εδώ κι εκεί. Δεν αργήσαμε να μάθουμε πως μαζεύουν τους Αρμεναίους και ετοιμάζονται για σφαγή… Και τη νύχτα εκείνη και ως τα ξημερώματα παρακολουθούσαμε τη μεταφορά των δύστυχων ανθρώπων, που, αλίμονο, έμελλε να κατακρεουργηθούν από τα μαινόμενα ανθρωπόμορφα θηρία… [Αυτό το] εμάθαμε ύστερα από μια εβδομάδα από τον θείον μου Μιλτιάδη και τον πατέρα, που είδαν τα γεγονότα… Όταν ο πατέρας ερχόμενος [από το τσιφλίκι του] είδε τόσα σώματα κρεουργημένα φρικτά, πρησμένα, τα τσακάλια και τα κοράκια πεσμένα πάνω τους, έπαθε τέτοιο σοκ, αυτός ο γενναίος άνθρωπος, ώστε επί πέντε χρόνια ύπνο δεν είδαν τα μάτια του και στην εξορία του ακόμα…».
Στις 29 Μαΐου, θυμάται ο Κωνσταντίνος Καλογερίδης από το Ερζιγκιάν, «εδόθη η διαταγή να μη μείνει ούτε ένας Αρμένιος μέσα στην πόλη. Και οι αστυνόμοι και χωροφύλακες ξεχύθηκαν στους αρμενικούς μαχαλάδες και ανάγκαζαν με το ξύλο και τις κοντακιές των όπλων όλους τους Αρμενίους να φύγουν… Οι Αρμένιοι εγέμισαν τον δρόμον της εξόδου και προχωρούσαν προς τα στενά του Κεμάχ μπογαζί. Δεν άκουγες τίποτε άλλο από ένα γενικό μοιρολόι, με πύρινα δάκρυα. Οι Τούρκοι χωροφύλακες που τους συνόδευαν, αλλά και οι Τούρκοι κάτοικοι, δεν παρέλειψαν να τους ξυλοφορτώσουν και να τους γιουχαΐσουν… Σε λίγο οι χωροφύλακες τραβήχτηκαν στην πλαγιά του Ουνού και άρχισαν μαζί με τους τσέτες και τους Κούρδους ένα πυκνό τουφεκίδι. Μόλις έπεσαν σκοτωμένοι οι πρώτοι Αρμένιοι, άρχισαν τα πλήθη να αναταράζονται. Με κραυγές οδύνης έφευγαν προς τα όπισθεν. Αλλά τότε συνάντησαν τους Τούρκους της πόλεως Ερζιγκιάν, οι οποίοι με όπλα και χαντζάρια τους ακολουθούσαν. Επέπεσαν τότε εναντίον του πλήθους και τους χτυπούσαν αλύπητα. Προς της καταστάσεως αυτής όλες οι ωραίες Αρμένισσες έπεσαν στο ποτάμι [Ευφράτη]. Όλη η επιφάνεια του ποταμού γέμισε Αρμένισσες… Οι Τούρκοι έσφαζαν αράδα, αλλά οι Αρμένιοι ήσαν πολλοί και με την ορμή τους τρέχοντας, έσπασαν τη ζώνη των Τούρκων και μπήκαν στην πεδιάδα. Τότε επί πολλές ημέρες γινόταν ένα αλύπητο κυνηγητό […], όπου έβρισκαν Αρμένη, τον έσφαζαν… Σε λίγες μέρες έγινε και μία εκκαθαριστική επιχείρησις: Επειδή πολλά μωρά ζούσαν ακόμη και περιφέρονταν δίπλα στους σκοτωμένους γονείς τους, έστειλαν τους τσέτες […] να τα μαζέψουν και να τα φονεύσουν. Μάζεψαν χιλιάδες παιδιά και τα έφεραν στις όχθες του Ευφράτου. Εκεί τα έπιαναν από τα πόδια και χτυπούσαν το κεφάλι τους σε πέτρα. Κι ενώ το παιδί σπαρταρούσε ακόμη, το έριχναν στο ποτάμι…».
Κάτω από τις συνθήκες αυτές θα ήταν σήμερα άδικο να αποτιμήσουμε τις τυχόν ευθύνες για την επιλογή της απραξίας ή και της σιωπής της μιας εθνότητας κατά τη διάρκεια των παθημάτων της άλλης.
Εξάλλου, την περίοδο εκείνη έλειπε η δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης της αρμενικής και της ελληνικής ηγεσίας προς την Υψηλή Πύλη. Το Αρμενικό Πατριαρχείο είχε ουσιαστικά κλείσει μετά την εξορία του πατριάρχη Ζαβέν, και οι Αρμένιοι εκπρόσωποι στο οθωμανικό Κοινοβούλιο, μαζί με τους πνευματικούς ταγούς του αρμενικού στοιχείου της Αυτοκρατορίας, είχαν εξουδετερωθεί από τις πρώτες κιόλας μέρες των διώξεων. Από το άλλο μέρος, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποψιλωμένο από τις παραδοσιακές του προνομίες και με προκαθήμενο τον γέροντα και ανήμπορο Γερμανό Ε΄, δεν ήταν σε θέση να διαμαρτυρηθεί ούτε καν για τις διώξεις του δικού του ποιμνίου. Αλλά και η Ελλάδα περνούσε την ίδια ακριβώς εποχή (με την απόλυση του Βενιζέλου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο) στη δίνη του Εθνικού Διχασμού.
Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο ζοφερό εκείνο κλίμα του γενικού τρόμου, δεν έλειψαν οι λαμπρές εξαιρέσεις: Πέρα από τις επανειλημμένες επίσημες και ανεπίσημες διαμαρτυρίες επώνυμων εκκλησιαστικών αξιωματούχων (όπως λ.χ. του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου) προς τις τουρκικές Αρχές και τους τοπικούς παράγοντες του νεοτουρκικού Κομιτάτου, έχουμε τις προσπάθειες ανώνυμων ανθρώπων να ανακουφίσουν με ποικίλους τρόπους τους διωκόμενους συνανθρώπους τους ή ακόμα και να τους σώσουν, άλλοτε κρύβοντάς τους στα σπίτια τους και άλλοτε φυγαδεύοντάς τους σε ασφαλέστερα μέρη.
Στις 2 Ιουλίου 1915 ο Έλληνας υποπρόξενος Αμισού Αποστολόπουλος πληροφορούσε τους προϊσταμένους του ότι «επιτόπιος Αρχή διά κήρυκος ειδοποίησε ότι πάντες οι κρύπτοντες Αρμενίους οφείλουσι να παραδώσωσι τούτους, άλλως θα απελαθώσι και αυτοί. Μέχρι σήμερον ουδείς συνεμορφώθη προς την πρόσκλησιν ταύτην…».
Ιωάννης Χασιώτης
Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας ΑΠΘ
- Πηγή: Ένθετο περ. 7 Ημέρες της εφ. Καθημερινή της Κυριακής, «Επέτειος: 80 χρόνια από τη Γενοκτονία», 5/2/1995.