Κατά την παράδοση, από το Πάσχα και για σαράντα ημέρες οι ορθόδοξοι χριστιανοί χαιρετιζόμαστε με μια παραδοχή, με μια δήλωση, κάνοντας μια ομολογία. «Χριστός Ανέστη!», λέμε, αντί για τα συνήθη καλημέρα και καλησπέρα, τα αντίο και τα γεια σου. Μα γιατί άραγε; Σάμπως δεν το ξέρουμε πως αναστήθηκε ο Χριστός; Eίν’ ανάγκη να το εκφέρουμε και να το διαλαλούμε συνέχεια;
Οι παραδόσεις δεν δημιουργούνται τυχαία. Η σοφία που κρύβεται σ’ αυτές είναι λαγαρισμένη στο κόσκινο της ιστορίας.
Αυτό το κόσκινο έχει στο πλέγμα του αντί για τρύπες, τις μυριάδες ψυχές των προπατόρων μας. Αυτοί είναι που μας παραδίδουν τη γνώση, την εμπειρία και τις παρακαταθήκες τους εκείνες που αντέχουν στο χρόνο. Αν δει τις παραδόσεις κανείς αφ’ υψηλού, περιφρονεί δυο σημαντικές δυνάμεις της ιστορίας: το πλήθος των ανθρώπων –με την ποικιλομορφία της νοοτροπίας, της ευφυΐας, της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους– και τη διαχρονικότητα. Αν κανείς σκύψει πάνω από τις παραδόσεις με σεβασμό και πνεύμα μαθητείας, όλο και κάτι ωφέλιμο αντιλαμβάνεται, όλο και κάτι κερδίζει.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχω τη γνώμη πως ο χαιρετισμός αυτής της περιόδου, δηλαδή το «Χριστός Ανέστη», καθιερώθηκε γιατί πηγάζει από κάτι πολύ δυνατό: την πολλή χαρά. Μέσα στην τρελή χαρά μας, βλέπετε, δεν χορταίνουμε να το λέμε και να το φωνάζουμε ξανά και ξανά: «Χριστός Ανέστη!». Αυτός είναι ο ενθουσιασμός της νηφάλιας μέθης, η οποία μας κατέχει γιατί ήπιαμε ποτό ασυνήθιστο. Το τι είδους ποτό είναι αυτό, μας το εξηγεί ο εξαίσιος ποιητής και υμνωδός της εκκλησίας μας, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον ειρμό της τρίτης ωδής του Αναστάσιμου κανόνα του («Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν…»). Μήπως, λοιπόν, τούτο το πρωτοφανές πιοτό της ευτυχίας είναι τόσο μαγευτικό γιατί ξεπηδάει σαν από θαύμα μέσα από κανέναν άγονο στουρναρόβραχο; Όχι∙ πρόκειται για μεγαλύτερο θαύμα: το «καινόν πόμα» είναι τ’ αληθινό αθάνατο νερό που πηγάζει από τον τάφο που τον μετέτρεψε σε πηγή αφθαρσίας ο Χριστός, στον οποίο πια ριζώνουμε με την πίστη μας και στεκόμαστε εδραίοι.
Φερόμαστε, λοιπόν, όπως κάποιος γονιός που το παιδί του κατάφερε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα, και που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί δεν αντέχει να μην μιλάει γι’ αυτό, για να μοιραστεί τη χαρά του.
Ή όπως κάποιος φίλαθλος που κέρδισε η αγαπημένη του ομάδα έναν σπουδαίο αγώνα την Κυριακή κι από τον πρώτο καφέ της Δευτέρας δεν χορταίνει να μιλάει συνέχεια για την μεγάλη της νίκη. Αλλά τι λέω; Φτωχά είναι τα παραδείγματα που έδωσα. Κανονικά την Ανάσταση του Κυρίου θα έπρεπε να την πανηγυρίζουμε έξαλα, αλλά ας όψεται… θα μας περάσουν για τρελούς. Εδώ δεν πρόκειται για κάποια απλή νίκη. Εδώ μιλάμε για τη νίκη στη μητέρα όλων των μαχών! Τη νίκη εναντίον στην σκληρή, την αδυσώπητη, την ανυπέρβλητη, την επώδυνη μοίρα όλων μας των θνητών. Τη νίκη εναντίον του θανάτου.
Τόση χαρά, επομένως, δεν μπορεί να κρυφτεί. Όπως γράφει κι ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στην αρχή του λόγου του «Περί της του Χριστού Αναστάσεως»: «Έφτασε το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα της Ανάστασης του Χριστού, η ημέρα της ολοκληρωτικής ευφροσύνης και καρδιακής τέρψης που έρχεται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό∙ ή μάλλον καλύτερα να πούμε που έρχεται κάθε μέρα του χρόνου και συνεχώς σ’ εκείνους που αντιλαμβάνονται το μυστικό της νόημα».
Αλλά, βέβαια, η χαρά που μοιράζεται είναι διπλή χαρά. Κι η χαρά που μοιράζεται στο πλαίσιο της αγιοπνευματικής ενότητας μέσα στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας με την ευρεία της έννοια, είναι πολλαπλή. Γι’ αυτό, κατά την παράδοση ο χαιρετιζόμενος με το «Χριστός Ανέστη» αντιχαιρετίζει συμφωνώντας κι υπερθεματίζοντας με μια ακόμα πιο σαφή και συγκεκριμένη ομολογία: «Αληθώς Ανέστη!».
Είναι όμως μόνον το περίσσεμα της χαράς; Όχι βέβαια. Γιατί κι η ομολογία καθαυτή έχει θεμελιώδη σημασία.
Βλέπετε, η παραδοχή της ιστορικής πραγματικότητας της Ανάστασης του Κυρίου και η προσδοκία κι ελπίδα και της δικής μας ανάστασης χάρη στη θυσία του Χριστού μας, έχει θεμελιώδη δογματικό χαρακτήρα στην πίστη μας. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ομολογούμε στο σύμβολο της πίστης μας, το γνωστό μας «Πιστεύω». Η θεόπνευστη γραφή του Αποστόλου Παύλου, άλλωστε, είναι ξεκάθαρη: «Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται· ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α Κορ. 15,12-14).
Οι Άγιοι της πίστης μας, όπως οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη που εορτάζουν σήμερα, είναι αψευδείς μάρτυρες του μηνύματος της Ανάστασης και της διά Χριστόν ευκαιρίας τού αεί και ευ ζην. Χιλιάδες οι μάρτυρες των εμφανίσεων των Αγίων που γιορτάζουν σήμερα, και οι ευεργετηθέντες θαυματουργικά από αυτούς. Όλοι αυτοί προστίθενται στις αμέτρητες μαρτυρίες των εμφανίσεων και των θαυμάτων ολόκληρου του χορού των Αγίων της πίστης μας. Κοντά σ’ αυτές τις μαρτυρίες βάζω ταπεινά και τη δική μου∙ για όσο αξίζει και για όσο μπορεί να την λογαριάσουνε –ίσως– κάποιοι.