Το Πάσχα ή η Λαμπρή, όπως ονομαζόταν στον Εύξεινο Πόντο, είναι από τις σημαντικότερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, η έκφραση της πίστης, αφού περικλείει όλα τα συναισθήματα. Από τη θλίψη και τον πόνο των βασανιστικών Μαρτυρίων και της Σταύρωσης του Χριστού, μέχρι και τη χαρά και τη λύτρωση της Ανάστασής Του.
Ο ποντιακός λαός γιόρταζε τη Λαμπρή με έναν ιδιαίτερο τρόπο –αφού ήταν κάτι ξεχωριστό για αυτούς–, με ήθη και έθιμα τα οποία διέφεραν λίγο-πολύ από περιοχή σε περιοχή.
Οι προετοιμασίες αυτές, για τον ερχομό της Λαμπρής, κορυφώνονταν το Μ. Σάββατο.
Ξεκινώντας από την πρωτεύουσα του Πόντου, την Τραπεζούντα, παρατηρούμε ότι εκεί ο νοικοκύρης το Μ. Σαββάτο ξυπνούσε πολύ πρωί και πήγαινε για τα τελευταία ψώνια για το λαμπριάτικο τραπέζι. Οι νοικοκυρές καθόντουσαν σπίτι και με το ζυμάρι που είχαν ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ έπλαθαν τα «τζουρέκια». Στο σπίτι δεν υπήρχαν τρόφιμα, μόνο ό,τι είχε απομείνει από τις προηγούμενες μέρες.
Όταν ερχόταν το βράδυ του Μ. Σαββάτου, λουζόντουσαν όλοι «σην ασχανά» (κουζίνα), όπου έβραζε το νερό στο «χαλκόν». Πρώτα τα παιδιά και μετά σειρά είχαν οι μεγαλύτεροι. Έπειτα ακολουθούσε το «άλλαγμαν», που όλοι έβαζαν καθαρά εσώρουχα, σεντόνια κ.ά., και έπεφταν νωρίς για ύπνο.
Από την εποχή που οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει στους χριστιανούς να έχουν καμπάνες και σήμαντρα, είχαν υιοθετήσει την εξής συνήθεια: στις τρεις τα ξημερώματα περνούσε και χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών ο «κράχτης της νύχτας», όπως τον αποκαλούσε ο Φ. Κτενίδης. Αυτός ήταν ο νυχτοφύλακας, που ονομαζόταν «παζβάντς», αλλά μόνο για εκείνο το βράδυ ονομαζόταν «ζαγκότζ’» ή «ζαγκότζον». Αυτός έκανε το εξαιρετικό λειτούργημα, να χτυπάει με την μαγκούρα του τις πόρτες των χριστιανών, με ιδιαίτερο ρυθμό, για να τους ξυπνήσει και να τους ξεσηκώσει να πάνε στην εκκλησία.
Στην εκκλησία πήγαιναν όλοι, εκτός από τους αρρώστους ή αυτούς που φρόντιζαν μικρά παιδιά και αρρώστους.
Στα Κοτύωρα (Ορντού), αρκετοί έμεναν ξύπνιοι συζητώντας ή περιμένοντας κάποιον παραγιό να τους φέρει τα καινούρια ρούχα ή παπούτσια που είχαν παραγγείλει, αλλά οι περισσότεροι έπεφταν νωρίς για ύπνο. Στα Κοτύωρα, όπως και στην Τραπεζούντα, λίγο πριν αντηχήσουν οι καμπάνες για την Ανάσταση, περνούσε ο «πασβανόν» ο νυχτοφύλακας δηλαδή, ο λεγόμενος «τζακόης» –με κάποιον βοηθό, αν κρινόταν απαραίτητη η βοήθεια του–, τους χτυπούσε τις πόρτες και τους ξυπνούσε. Αν καταλάβαινε ότι κοιμόντουσαν, φώναζε «ορίιιιστε σην εγκλεσίαν». Στην Ορντού, πήγαιναν για μπάνιο το βράδυ του Μ. Σαββάτου κυρίως οι άντρες.
Την ημέρα αυτή, οι αρραβωνιασμένοι έστελναν ως δώρο από μία λαμπάδα για την Ανάσταση, στην αγαπημένη τους και σε κάθε ένα μέλος της οικογένειάς της. Όσο πιο ευκατάστατοι ήταν, τόσο πιο στολισμένη ήταν και η λαμπάδα.
Στην περιοχή του Μεσοχαλδίου, έβαφαν τα αυγά το απόγευμα τη Μεγάλ’ Σάββα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές που τα έβαφαν τη Μ. Τετάρτη και Μ. Πέμπτη.
Στο Ακ-Δαγ-Μαδέν, οι ετοιμασίες για την Λαμπρή γινόντουσαν το Μ. Σάββατο. Έβαφαν τα αυγά με πολλά χρώματα, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, γαλάζια, και πλουμιστά με σχέδια (αυτά τα λέγανε «τουρνίκες»). Εκείνο το βράδυ κοιμόντουσαν νωρίς, ειδικά όσοι θα κοινωνούσαν. Κατά τις 2-3 τα μεσάνυχτα, στο χωριό αντηχούσαν οι καμπάνες και πλημμυριζόταν από πλήθος κόσμου και από τους γύρω οικισμούς, που έσπευδαν στην εκκλησία, κρατώντας ένα-δυο αυγά για να τα αγιάσουν, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Στη Σινώπη, το Μ. Σάββατο το πρωί πριν καν αρχίσει ο Μεγάλος Εσπερινός, στόλιζαν όλη την εκκλησία με κλαδιά δάφνης και γέμιζαν ένα μεγάλο καλάθι με δαφνόφυλλα. Όταν ο παπάς στην Πρώτη Ανάσταση έλεγε: «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», σκόρπιζε όλα τα δαφνόφυλλα στην εκκλησία και οι γυναίκες προσπαθούσαν να τα πιάσουν στον αέρα. Αυτά τα έβαζαν στα χοντρικά ή στα ρούχα, για να μην τα πιάνει ο «κόπιτσας» (σκώρος) ή τα είχαν για τα ποντίκια (Κορώνη).
Στην Κερασούντα, το Μ. Σάββατο όπως και στην Σινώπη, οι γυναίκες μάζευαν τα φύλλα δάφνης, όταν τα σκόρπιζε ο ιερέας και τα έκαιγαν κατά την απόδοση του Πάσχα. Κρατούσαν τη στάχτη που έμενε και την χρησιμοποιούσαν ως γιατρικό όταν κάποιο μέλος του σώματος έπασχε.
Στα Σούρμενα, έφερναν το βράδυ του Μ. Σαββάτου «λαβάσα», που ήταν ένα είδος λαγάνας και το μοίραζαν στα παιδιά.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Δεμερτζίδου, μέλος Ευξείνου Λέσχης Ποντίων Νάουσας.