Για τους λόγους που έχουν ωθήσει την Τουρκία προς τη Ρωσία και στην υιοθέτηση της πολιτικής του εκκρεμούς μεταξύ Ουάσινγκτον-Άγκυρας, έχουμε κάνει εκτενή αναφορά στο βιβλίο Το εκκρεμές της Τουρκίας – Μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Το «εκκρεμές» αυτό φαίνεται ότι έχει φθάσει στα όριά του, αφού η προμήθεια των S-400 είναι μια στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, που θα έχει και στρατηγικού χαρακτήρα συνέπειες στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ – και κυρίως με τις ΗΠΑ.
Το πόσο σοβαρό θέμα είναι η προμήθεια και η επικείμενη ενεργοποίηση των S-400 από πλευράς της Τουρκίας, μας το περιγράφει στο άρθρο του που ακολουθεί ο Γιασάρ Γιακίς, ένας άνθρωπος με βαθιά διπλωματική εμπειρεία, αφού ως διπλωμάτης υπηρέτησε σε ανώτατα αξιώματα, ενώ με την συνταξιοδότησή του το 2001, ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, του οποίου διατέλεσε και αντιπρόεδρος, ενώ το 2002 εκλέχτηκε βουλευτής και του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών.
Ακολουθεί το άρθρο του Yaşar Yakış «Το κρίσιμο δίλημμα της Τουρκίας»:
Οι πρώτες αμφιβολίες σχετικά με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ και ότι η Τουρκία δεν μπορεί να τους έχει τυφλή εμπιστοσύνη, άρχισαν να αναδύονται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Την περίοδο του 1962, ο πρόεδρος των ΗΠΑ John F. Kennedy συζήτησε με τη Ρωσία σχετικά με την απόσυρση των ρωσικών πυραύλων από την Κούβα, με αντάλλαγμα την απόσυρση των πυραύλων Jupiter που είχαν αναπτυχθεί στην Τουρκία.
Ο Κένεντι τότε το έκανε αυτό χωρίς να συμβουλευθεί Τούρκους αξιωματούχους.
Το δεύτερο γεγονός έλαβε χώρα το 1964. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον απέστειλε επιστολή προς τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, στην οποία άφηνε να εννοηθεί ότι σε περίπτωση απόφασης της Σοβιετικής Ένωσης για διεξάγει μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας, το ΝΑΤΟ ίσως να μην ήταν σε θέση να βοηθήσει την Τουρκία.
Το τρίτο ήταν το εμπάργκο όπλων που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Τουρκία, μετά τη στρατιωτική επιχείρηση που έκανε η Τουρκία στην Κύπρο, για να αποτρέψει την προσάρτησή της στην Ελλάδα. Αυτό το εμπάργκο αποτέλεσε την αιτία να σκεφτεί η Τουρκία ότι πρέπει να παράγει μόνη της τα δικά της οπλικά συστήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό. Χρειάστηκαν όμως χρόνια, ή ακόμα και δεκαετίες, για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος.
Η πρώτη σοβαρή απόπειρα έγινε τη δεκαετία του 1980 όταν ο Τουργκούτ Οζάλ έγινε πρωθυπουργός. Ο Οζάλ τότε ενθάρρυνε την παραγωγή σχετικά απλών εξαρτημάτων για όπλα και στη συνέχεια η παραγωγή επεκτάθηκε σε πιο εξελιγμένα όπλα και πυρομαχικά. Η παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων και αρμάτων της Τουρκίας ήταν πολύ επιτυχημένη και άρχισαν να εξάγουν σε πολλές χώρες.
Ο κύκλος εργασιών της αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας στην Τουρκία έχει αυξηθεί 10 φορές τα τελευταία 20 χρόνι0α.
Η Τουρκία έχει επίσης σχεδιάσει και κατασκευάσει σχετικά εξελιγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, μέχρι ελικοπτεροφόρα πολεμικά πλοία.
Στις αρχές της χιλιετίας, η εθνική παραγωγή κάλυπτε μόνο το 30-35% των αναγκών του τουρκικού στρατού, ενώ τώρα έχει ξεπεράσει το 70%. Η αξία του αμυντικού εξοπλισμού της Τουρκίας ήταν περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια πριν από 20 χρόνια, ενώ σήμερα έχει φτάσει τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια και αυτή η παραγωγική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα εντός των συνόρων της χώρας.
Η απόδοση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών που παράγονται στην Τουρκία, τον περασμένο μήνα στις τελευταίες συγκρούσεις στην επαρχία Ιντλίμπ, εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους στρατηγούς. Ενίσχυσε επίσης το ηθικό των κατασκευαστών αλλά και των χειριστών.
Με άλλα λόγια, το εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ στην Τουρκία, με έναν ειρωνικό τρόπο έπαιξε θετικό ρόλο στη στροφή της Τουρκίας για εθνική παραγωγή οπλικών συστημάτων και αμυντικού εξοπλισμού.
Η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, αφενός μεν τόνωσε την αυτοπεποίθηση της Τουρκίας, αφετέρου την ώθησε σε επιλογές που καταλήγουν σε δυσάρεστες περιπέτειες για την ίδια. Μια περιπέτεια ξεκίνησε στις αρχές του 2010, όταν η Τουρκία αποφάσισε να προκηρύξει διαγωνισμό για την προμήθεια ενός αξιόπιστου αντιπυραυλικού συστήματος αεροπορικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς. Μια κινεζική εταιρεία έκανε τη χαμηλότερη προσφορά. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, η Τουρκία αποφάσισε να μην υπογράψει τη σύμβαση, λόγω των κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην κινεζική εταιρεία που είχε δώσει τη χαμηλότερη προσφορά.
Με δεδομένη την αυξανόμενη απειλή στην περιοχή, η Τουρκία προχώρησε σε μια νέα προκήρυξη για τον ίδιο σκοπό. Κάλεσε να υποβάλουν προσφορές τις εταιρείες Raytheon των ΗΠΑ, που παράγει τους Patriot, την γαλλοϊταλική κοινοπραξία SAMP/T και τη ρωσική εταιρεία που παράγει το σύστημα αεράμυνας S-400. Η προσφορά της Ρωσίας ήταν η χαμηλότερη. Η Τουρκία είχε πρόθεση να πάρει τους Patriot, όμως, το κόστος τους ήταν 4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ των S-400 ήταν 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εκτός αυτού, η προσφορά των ΗΠΑ δεν περιλάμβανε τον όρο της μεταφοράς τεχνολογίας στην Τουρκία, που ήταν μια σοβαρή απαίτηση της Άγκυρας.
Το αν το συμβόλαιο των S-400 περιλαμβάνει τη μεταφορά τεχνολογίας, παραμένει ακόμα ασαφές. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στα μέσα ενημέρωσης, υπάρχουν ορισμένες δεσμεύσεις για τη μεταφορά τεχνολογίας για τα S-400, οι οποίες όμως αφορούν μόνο ορισμένα απλά στοιχεία του συστήματος. Έτσι, η Τουρκία υπέγραψε συμφωνία αγοράς με S-400, τα διάφορα τμήματα των οποίων παραδόθηκαν βιαστικά, και με βάση το σχεδιασμό αυτόν το μήνα αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία.
Δεν γνωρίζουμε εάν έγινε κάποια λεπτομερής στρατηγική αξιολόγηση σε θεσμικό επίπεδο από τις αρμόδιες τουρκικές Αρχές πριν από την απόφαση αγοράς των S-400. Εάν έγινε, εκείνοι που συνέβαλαν στη σύνταξη μιας τέτοιας αξιολόγησης είναι πιθανόν να έκαναν λάθος εκτιμήσεις, αφού οι μεταγενέστερες εξελίξεις απέδειξαν ότι δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν σωστά κάποιες στρατηγικές συνέπειες της απόφασης.
Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που έλαβαν την απόφαση αγοράς των S-400 δεν σκέφτηκαν ότι αυτό ήταν επίσης μια στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, για το αν θα ταχθεί με την πλευρά της Ρωσίας ή με την βορειοατλαντική κοινότητα. Αν και η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης συμπίπτει χρονικά με το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, τότε που η εμπιστοσύνη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ήταν στο ναδίρ, τώρα δεν είναι εύκολο να διορθωθεί. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα στρατηγικά λάθη δεν μπορούν να διορθωθούν με τακτικές κινήσεις. Αυτό είναι το δίλημμα που η Τουρκία προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή.