Μετά από ένα μακρύ ζεϊμπέκικο, ο Τούρκος πρόεδρος κάθιδρος ψάχνει καρέκλα για να καθίσει. Αφού έφθασε στον κολοφώνα της δόξας του, ζαλισμένος από τις επιτυχίες είναι, τώρα, χαμένος σε όλα τα μέτωπα και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Εν μέσω μάλιστα κορονοϊού, τον οποίο προσπαθεί να κρύψει από το λαό του.
Ο Ερντογάν εφηύρε δικό του πολίτευμα: Εκλεγμένος δικτάτορας. Εκλέγεται και κυβερνά δικτατορικά. Είναι κάτι που προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση του λαού του ή αποτέλεσε μια δοκιμή από εκείνες που οι λαοί δεν θέλουν να ξαναζήσουν;
Όσο και αν έχει εκσυγχρονιστεί η τουρκική κοινωνία, υπάρχουν κοινωνικά στρώματα βαθιά καθυστερημένα που μπορεί να κρίνουν το αποτέλεσμα εκλογικών αναμετρήσεων. Ούτε ο ισλαμιστής Ερντογάν ούτε ο ακροδεξιός Μπαχτσελί είναι περαστικά φαινόμενα στην Τουρκία.
Η εικόνα που έχουμε στην Ελλάδα είναι του Τούρκου της Πόλης ή των μικρασιατικών παραλίων. Άντε και του Πόντου. Δεν είναι όμως αυτή η Τουρκία. Η γειτονική χώρα είναι ένα φαινόμενο περίπλοκο. Μια πολυεθνική σύνθεση στην οποία επιβλήθηκε κατά τρόπο απόλυτο η ιδεολογία του «τουρκισμού» για την οποία είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν.
Σπάνια συναντά κανείς τέτοιον εθνικιστικό φανατισμό.
Με την Τουρκία τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμη. Αλλά φαίνεται πως ο Ερντογάν έχει περιέλθει στην τελευταία φάση του. Συρία, Λιβύη, Αιγαίο, Κύπρος –και κυρίως Έβρος– αποτελούν πεδία στα οποία έφθασε στα όρια των δυνατοτήτων του.
Ο Έβρος, μάλιστα, ανέβασε και το ηθικό της ελληνικής πλευράς διότι συνειδητοποιήθηκε πως αν υπάρξει καταρχάς θέληση και στη συνέχεια προγραμματισμός, η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματά της.
Στον Έβρο συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις και το αποτέλεσμα είναι θετικό. Βεβαίως, βοήθησε και η αντίληψη περί προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων που έδωσε ηγεμονική δυναμική στην προσπάθεια των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας. Στο επίπεδο των μηχανισμών ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης πάσχουμε. Κάτι πρέπει να γίνει.
Αυτήν τη στιγμή στον Έβρο υπάρχουν περίπου 2.500 μετανάστες, οι πεντακόσιοι από τους οποίους έχουν συγκεκριμένο ρόλο και υπηρεσία από πλευράς Τουρκίας.
Το πλήθος των δύστυχων ανθρώπων επέστρεψε στις πόλεις και τις άλλες περιοχές από τις οποίες συγκεντρώθηκε σε μια προσπάθεια του Ερντογάν να ρίξει την ελληνική κυβέρνηση, να διαλύσει την Ελλάδα και να δημιουργήσει προβλήματα στην Ευρώπη. Όχι μόνο με τη διάχυση μουσουλμάνων στην πληθυσμιακή σύνθεση, αλλά κυρίως με τα πολιτικά προβλήματα που θα δημιουργούσε στις ηγεσίες των χωρών.
Το αρχικό σχέδιο του Ερντογάν, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση, ήταν να ρίξει το φράχτη στον Έβρο, να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος περί τις τέσσερις χιλιάδες μετανάστες, να κρατήσουν ανοικτό το δρόμο, διότι τι θα μπορούσαν να κάνουν οι αστυνομικές δυνάμεις όταν θα είχαν να αντιμετωπίσουν τόσες χιλιάδες ανθρώπους και να εισέλθουν κατά δεκάδες χιλιάδες και οι υπόλοιποι.
Το σχέδιο δεν πέτυχε. Οι δυνάμεις ασφαλείας ενήργησαν αποτελεσματικά.
Σωστή υπήρξε η επιλογή να μείνει πίσω ο στρατός. Η μη στρατικοποίηση, δηλαδή, της αντίδρασης. Αλλά η επιχείρηση ανέδειξε την ανάγκη δημιουργίας μιας αστυνομικής δύναμης με στρατιωτική εκπαίδευση, δομή και άλλα χαρακτηριστικά, που θα προστατεύει τα σύνορα. Τουλάχιστον, σ’ αυτό κατατείνουν όσοι έχουν ασχοληθεί με τη διαχείρισή της. Ούτε ο Ερντογάν ούτε η Τουρκία θα σταματήσουν την εργαλειοποίηση ανθρώπων. Και σε τέτοια φαινόμενα ναι μεν δεν μπορείς να απαντάς στρατιωτικά, πρέπει όμως να έχεις αποτέλεσμα.
Ένα δεύτερο ζήτημα που αναδείχθηκε από τον Έβρο είναι η συνειδητοποίηση πως τα σύνορα της χώρας δεν πρόκειται να τα φυλάξει κανείς άλλος πέραν των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας. Οι άλλοι περιορίζονται στα λόγια. Και επειδή ό,τι είναι να γίνει θα συμβεί τις πρώτες ώρες, χρειάζεται ετοιμότητα άμεσης και αποτελεσματικής επέμβασης. Για ελάχιστες μέρες, αν όχι ώρες, η Ελλάδα πρόλαβε την υβριδική επίθεση εναντίον της.
Ας ξυπνήσουμε από το λήθαργό μας. Η χώρα κινδυνεύει, και μια –έστω χαμηλής έντασης– σύγκρουση με την Τουρκία δεν αποκλείεται.
Βοήθεια δεν θα υπάρξει από πουθενά. Από το ΝΑΤΟ αποκλείεται εξ ορισμού, αλλά ούτε από τις ΗΠΑ ούτε από την Ευρώπη μπορεί να την αναμένει η χώρα. Η βοήθεια που παρείχαν η Αυστρία και η Πολωνία ήταν αποτέλεσμα βούλησης των ηγεσιών τους. Από τις Βρυξέλλες υπήρξαν μόνο λόγια. Και αυτό, νομίζω, πρέπει να καταγραφεί στα συμπεράσματα.
Ο Ερντογάν μείωσε, για λόγους αδιευκρίνιστους, και τις ροές από τη θάλασσα. Αλλά ούτε στη θάλασσα ούτε στον Έβρο θα εγκαταλείψει το χαρτί της εκμετάλλευσης δυστυχισμένων ανθρώπινων υπάρξεων για την επιτυχία των πολιτικών του επιδιώξεων.
Είναι πολλά αυτά τα οποία ζητά από την Ευρώπη, και ορισμένα δεν μπορεί να του τα δώσει. Μπορεί, για παράδειγμα, να φανταστεί κανείς πως θα υπάρξει κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες ώστε να διακινούνται ελεύθερα στις ευρωπαϊκές χώρες; Ή ότι θα του δοθούν τα δισεκατομμύρια που ζητά για να υλοποιήσει τα σχέδιά του περί πληθυσμιακής αλλοίωσης περιοχών της Συρίας που θέλει να ελέγξει, ώστε κάποια στιγμή να θέσει –η Τουρκία, όχι ο Ερντογάν, διότι δεν θα υπάρχει– ακόμη και θέμα προσάρτησής τους, όπως με την Αλεξανδρέττα;
Η ευρωπαϊκή ηγεσία είναι απρόθυμη να ασκήσει πιέσεις στον Ερντογάν, της μορφής που ζήτησε η Ελλάδα. Το ερώτημα είναι «γιατί;». Η απάντηση εντοπίζεται μάλλον στο ότι ο Ερντογάν δεν είναι καλά στην υγεία του. Σεν είναι συνωμοσιολογία. Διακινείται από στόμα σε στόμα, ακόμη και σε διπλωματικούς κύκλους.
Πριν από μερικές μέρες ο δημοσιογράφος Αχμέτ Νεσίν, γιος του μεγάλου Τούρκου συγγραφέα και διανοουμένου Αζίζ Νεσίν, αναφέρθηκε σε άρθρο του στα προβλήματα υγείας του Ερντογάν. Δεν θα διακινδύνευε την αξιοπιστία του ονόματός του για να αναπαραγάγει ψευδείς ειδήσεις.
Η τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν ήταν σε γερμανικό νοσοκομείο. Προφανώς οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών γνωρίζουν τι μέλει γενέσθαι. Και προετοιμάζονται για την εποχή μετά τον Ερντογάν.
Μήπως το ίδιο πρέπει να κάνει και η Ελλάδα;