Εκεί που εντείνεται ο ανθρώπινος πόνος, στις δοκιμασίες και στις μάστιγες της ανθρωπότητας τις μεγάλες∙ εκεί που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αδυναμία του μπροστά σε ανυπέρβλητες καταστάσεις∙ και κυρίως με το φόβο του θανάτου, εκεί είναι που η λογική δοκιμάζεται κι η επιστήμη δείχνει τα πεπερασμένα όριά της. Τότε ο άνθρωπος εισέρχεται νομοτελειακά στη σφαίρα των υπαρξιακών αναζητήσεων. Στο χώρο της φιλοσοφίας, της θρησκείας, των πεποιθήσεων. Καλείται να δώσει απαντήσεις, κυρίως στον εαυτό του∙ να πάρει αποφάσεις και να διαχειριστεί τις καταστάσεις κατ’ εκτίμηση. Βασίζεται τότε, κυρίως, στην υποκειμενική θεώρηση κάποιων εύλογων πιθανοτήτων με βάση την κατάρτιση, την παιδεία, τα βιώματα και τις εμπειρίες του.
Μια τέτοια περίοδο διανύουμε τώρα. Η δοκιμασία είναι σκληρή και συλλογική. Γι’ αυτό, τα ερωτήματα που θέτει στο επίπεδο των πεποιθήσεων και τελικά της ίδιας μας της πίστης είναι ξεκάθαρα κι αναπόφευκτα.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αποκαλυπτικές, τα πράγματα είναι φως φανάρι∙ δεν γίνεται να ωραιοποιηθούν, δεν γίνεται να καλυφθούν με ρητορείες και σοφίσματα. Οι θέσεις, οι απόψεις και τελικά οι αποφάσεις καταγράφονται στην ιστορία με κεφαλαία γράμματα. Βγαίνουν συμπεράσματα για το πώς στέκεται ο καθείς απέναντι στην Αλήθεια, ήγουν τον Χριστό.
Τα συμπεράσματα δεν βγαίνουν με τα λόγια, ούτε με ρητορικά σχήματα, ανταλλαγή επιχειρημάτων κι αντιλογίες. Η φαυλεπίφαυλη κακοτεχνία της σχετικοποίησης των πάντων δεν λειτουργεί εδώ. Τα συμπεράσματα βγαίνουν αυτόματα μέσα από πασιφανείς και καταλυτικές συγκρίσεις. Πώς να σταθούν κακόδοξες δικαιολογίες με επένδυση άτσαλων θεολογικών ακροβατισμών και παρερμηνευτικών των Γραφών φληναφημάτων, μπροστά στη σταυρική θυσία του Θεανθρώπου; Πώς να συγκριθεί η στάση μας με αυτή των μαρτύρων που με φρικτά, παρατεταμένα κι αδιανόητα μαρτύρια θανατώθηκαν ομολογώντας την πίστη τους;
Τα συμπεράσματα δεν βγαίνουν για να κατακρίνουμε ο ένας τον άλλο. Αλλά βγαίνουν.
Βγήκαν σε δύο επίπεδα γι’ αυτούς που δηλώνουν –στα λόγια τουλάχιστον– ορθόδοξοι χριστιανοί∙ σε αυτούς μόνο και αποκλειστικά αναφέρομαι εδώ. Με τις τοποθετήσεις στο θέμα της Θείας Κοινωνίας ξεχώρισε η ήρα από το στάρι. Το ζήτημα είναι υποστατικό, έχει ομολογιακό χαρακτήρα. Ο απόλυτος μυστηριακός, άφθορος και παν-ευεργετικός χαρακτήρας της Θείας Κοινωνίας δεν αμφισβητείται. Το να φοβάται ένας οποιοσδήποτε πιστός να κοινωνήσει πάει κι έρχεται. Το να διαφημίζουν δημοσίως, όμως, κάποιοι που κατά τα φαινόμενα και κατά δήλωσή τους θέλουν να λέγονται ορθόδοξοι χριστιανοί, την πλάνη τους σε αυτό το ζήτημα, δεν είναι καλό. Αυτούς «δει επιστομίζειν» (Τιτ. 1,11). «Έλεγχε αυτούς αποτόμως, ίνα υγιαίνωσιν εν τη πίστει (Τιτ. 1,13).
Το θέμα του φόβου για το συγχρωτισμό στις εκκλησιές, όμως, έχει άλλο χαρακτήρα. Δεν δοκιμάζει τόσο το εάν είναι ορθή η πίστη ή όχι, αλλά το πόσο στέρεα κι αδίστακτη είναι. Με επιείκεια, κατά το «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις» (Φιλιπ. 4,5), ας δούμε το φόβο της ασθένειας και του πιθανά θανατηφόρου κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή της ασταθούς πίστης, δεν πρέπει να κουνάμε το δάχτυλο. Ας θυμηθούμε τον Απόστολο Παύλο που γράφει «συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει· σταθήσεται δε· δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν» (Ρωμ. 14,4).
Τώρα, μπορεί να με ρωτήσει κανείς: «πώς μας τα λες έτσι, αφού στην πράξη χωρίς Θεία Λειτουργία, Θεία Κοινωνία δεν έχει». Δίκιο θα έχει. Επίσης, μπορεί να πει πως χωρίς κόσμο στους Χαιρετισμούς της Παναγίας, δεν έχει νόημα να ψάλλουμε «την πάσαν ελπίδαν μου εις σε ανατίθημι», αλλά ότι πρέπει να το αλλάξουμε σε κάτι όπως «τις περισσότερες ελπίδες μου, μερικώς και κατά περίπτωσιν και εξαιρούμενης της περιπτώσεως επιδημίας του ιού Covid-19, εις σε ανατίθημι». Και πάλι δίκιο θα ’χει.
Μαζί του είμαι, αλλά σ’ αυτό το ζήτημα λέω να κάνω λίγη υπομονή.
Ο Κύριός μας «περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. 14,25), όταν ο Απόστολος Πέτρος βούλιαξε, ενώ κατ’ αρχήν «περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν» (Ματθ. 14,29), τον έλεγξε πατρικά: «ολιγόπιστε! εις τι εδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Δεν τον έδιωξε από κοντά του. Και φυσικά, όταν τρεις φορές απαρνήθηκε ότι είναι μαθητής Του, ούτε τότε τον απέρριψε.
Η επιδημία μάς δείχνει παραστατικά το πόσο πεισματικά κωφεύουμε στην κλήση «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» (Α Πε. 1,16) και μας καλεί σε αυτογνωσία, μετάνοια και προσευχή. Εάν φτάναμε ως πολιτεία, εκκλησία και λαός να προσεγγίζουμε σε ικανοποιητικό βαθμό και πλειοψηφικά την αταλάντευτη κι αδίστακτη πίστη των μαρτύρων και των Αγίων, ούτε τους ιούς θα φοβόμασταν ούτε τίποτ’ άλλο. Άσε που η καθημερινή μας ζωή θα ήταν γεμάτη προγεύσεις παραδείσου…
Η στερέωση της πίστης είναι ένα δυναμικώς εξελισσόμενο ζητούμενο στη ζωή του χριστιανού. Ένας συνεχής αγώνας μέχρι το τέλος. Πλεύση του καραβιού της ζωής μας προς το φάρο, ώστε να πιάσουμε λιμάνι. Φάρος δε εστί «ά πρέπει τη υγιαινούση διδασκαλία» (Τιτ. 2,1). Το καράβι καμιά φορά χάνει τη ρότα, αλλά ο φάρος είναι εκεί. Προς Θεού, όμως∙ αλίμονο αν γκρεμιστεί ο φάρος! Οι κλειστές εκκλησίες είναι φαινόμενο λυπηρό. Ορισμένες προσπάθειες, όμως, για να δικαιολογηθεί θεολογικώς το κλείσιμο δεν είναι απλώς θλιβερές∙ είναι επικίνδυνες γιατί αποβλέπουν στο γκρέμισμα του φάρου.