Οι συνεχιζόμενες επιπτώσεις από την πανδημία του κορονοϊού αποτελούν δικαίως το κυρίαρχο θέμα συζήτησης. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια ιστορική υγειονομική κρίση, η οποία δοκιμάζει τα αντανακλαστικά των κρατικών μηχανισμών, αλλά προειδοποιεί και για το μέλλον, μιας και η πλανητικοποίηση των οικονομικών δομών μοιραία θα σημαίνει την ταχεία εξάπλωση τέτοιων ασθενειών και τα κράτη θα οφείλουν να ενεργούν ακαριαία και αποφασιστικά. Απαιτείται, συνεπώς, προετοιμασία για το μέλλον σε όλα τα επίπεδα, και αν η πρόβλεψη για το μακρινό μέλλον είναι αδύνατη, σίγουρα μπορούμε να σημειώσουμε ορισμένα ζητήματα, που αφορούν την ακριβώς επόμενη ημέρα, όσον αφορά τις επιπτώσεις στην πολιτική και στην οικονομία.
Η διακριτή αναφορά στην πολιτική και στην οικονομία είναι καθαρά σχηματική, μιας και πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Οι αρνητικές συνέπειες στην οικονομία θα είναι (και ήδη φαίνονται να είναι) μεγάλες, πραγματικότητα η οποία θα αποτελέσει οπωσδήποτε θρυαλλίδα εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο. Το ερώτημα είναι τι είδους εξελίξεις θα προκύψουν, ποιοι θα επηρεαστούν και πόσο πρέπει να ανησυχούμε. Η επακριβής πρόβλεψη προφανώς θα αποτελούσε «επιστημονικό κομπογιαννιτισμό». Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένα στοιχεία.
Πρώτον, έχει προηγηθεί μια πολυετής οικονομική κρίση, η οποία αφήνει την Ελλάδα καθημαγμένη – αν δεχθούμε ότι δεν σοβεί ακόμα. Το βάρος της συγκεκριμένης κρίσης είναι δυσβάστακτο, και φυσικά η οποιαδήποτε προσθήκη προβλημάτων θα είναι καίριο πλήγμα καθώς, πέραν των οικονομικών δεικτών, η κοινωνία είναι επίσης κουρασμένη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνοχή της και τη δεκτικότητά της σε νέα μέτρα.
Δεύτερον, η κρίση αυτήν τη φορά είναι συνολική και έχει στο επίκεντρο μεγάλες οικονομίες, όπως η ιταλική, η ισπανική και η γαλλική. Το γεγονός αυτό θέτει τις οικονομίες του Βορρά σε νέες προκλήσεις όσον αφορά την προσήλωσή τους στις περιοριστικές πολιτικές, αλλά θέτει εκ των πραγμάτων και μεγάλα διλήμματα για το κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα. Με άλλα λόγια, λόγω του μεγέθους του, το πρόβλημα δεν θα είναι «ελληνικό» αυτή τη φορά, αλλά δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρξει και μια –έστω κατ’ επίφαση– «ευρωπαϊκή λύση», εφόσον η αυτοβοήθεια θα προέχει ως πρόταση επιβίωσης των κρατών (σκέτο, και όχι πλέον «μελών»).
Τρίτον, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση κινούνται πλέον σε αντίθετες θεσμικές κατευθύνσεις.
Μπορεί η στρατηγική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στη Δυτική Ευρώπη να παραμένει αναμφισβήτητη, αλλά είναι εξαιρετικά απίθανο –λόγω και των δεδομένων του μεγέθους και της πλανητικής έκτασης του προβλήματος– να δούμε μια χρηματοδοτική ή θεσμική, διαμέσου του ΔΝΤ, εμπλοκή της Ουάσινγκτον. Το βάρος, εφόσον το δεχθούν, θα πρέπει να το σηκώσουν αποκλειστικά τα αλλαγμένα μυαλά του Βερολίνου και των συνοδοιπόρων του.
Τέταρτον, και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, οι φυγόκεντρες τάσεις εντός της ΕΕ είναι σαφώς αυξημένες σε σχέση με το 2008. Η Γαλλία και η Γερμανία πορεύονται πλέον σε ανταγωνιστικές (και όχι απαραίτητα και τελεσίδικα αντίθετες) κατευθύνσεις, με τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να προβάλλει ως λιγότερο ευεπίφορος στην επιβολή της γερμανικής πολιτικής σε σχέση με τον Νικολά Σαρκοζί. Το εν λόγω στοιχείο, όπως ήδη έχει υπονοηθεί παραπάνω, μπορεί να αποτελέσει και ευκαιρία μιας αλλαγής προς την ορθότερη κατεύθυνση μιας εδραιωμένης συνοχής, αλλά σε κάθε περίπτωση θα είναι εφαλτήριο αποσταθεροποίησης και ανάδυσης νέων δεδομένων.
Τα παραπάνω κατατίθενται υπό το βάρος του (χρηματοοικονομικά αλλά και συνολικότερα) εύθραυστου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, και ελπίζω να αποτελούν κινδυνολογία. Εντούτοις, η προβολή των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών δεν επιτρέπουν την υποτίμηση της παρούσας κρίσης. Αυτήν τη φορά, τουλάχιστον, ας φανούμε πιο ώριμοι ως πολιτικό σύστημα και ως (ευρωπαϊκή) κοινωνία.