Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, ορίζει ότι πρόσφυγας είναι το άτομο που εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν μπορεί ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας αυτής.
Η Σύμβαση διασφαλίζει τα δικαιώματα των προσφύγων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του Παλέρμο του 2000 κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος ορίζει μέτρα για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων και της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, καθώς και για τη διακίνηση μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα (Ν. 3875/2010 ΦΕΚ 158/A/20-9-2010). Εμπορία ανθρώπων είναι η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ατόμων, με τη χρήση συγκεκριμένων μέσων όπως απειλή ή χρήση βίας ή άλλες μορφές εξαναγκασμού, όπως απαγωγή, απάτη, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας ή μιας ευάλωτης θέσης, ή παροχής ή είσπραξης χρημάτων ή ωφελημάτων, για να επιτευχθεί η συναίνεση του ατόμου που έχει τον έλεγχο ενός άλλου ατόμου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού.
Η λαθραία διακίνηση μεταναστών συνίσταται στην αποκόμιση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους από την παράνομη είσοδο ενός προσώπου σε κράτος του οποίου το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι υπήκοος ή κάτοικος. Ο σκοπός δηλαδή της λαθρομετανάστευσης είναι η παράνομη διασυνοριακή μεταφορά με στόχο την άμεση ή έμμεση απόκτηση οικονομικού ή άλλου οφέλους, ενώ ο σκοπός της εμπορίας ανθρώπων είναι η εκμετάλλευση.
Τα ως άνω εγκλήματα, της εμπορίας ανθρώπων και της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, συνοπτικά δηλαδή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ο ΟΗΕ τα κατατάσσει στο οργανωμένο έγκλημα, το οποίο και αποτελεί τη μάστιγα του 21ου αιώνα.
Η εμπορία ανθρώπων και η λαθραία διακίνηση μεταναστών αποτελούν σοβαρές απειλές για την ανθρωπότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και δυστυχώς συνεχίζουν να υφίστανται και να αποφέρουν τεράστια κέρδη σε όσους συστηματικά ασχολούνται με τις παράνομες αυτές δραστηριότητες. Τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν την εμπορία ανθρώπων ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Το Καταστατικό της Ρώμης του Ιουλίου 1998, το οποίο τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 2002 και αφορά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που εδρεύει στη Χάγη, προβλέπει ότι το Δικαστήριο ιδρύθηκε ως ένας μόνιμος μηχανισμός με αρμοδιότητα να δικάζει άτομα που κατηγορούνται σε παγκόσμια κλίμακα για σοβαρά εγκλήματα που απειλούν την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία της ανθρωπότητας, με σκοπό την εγγύηση, τον διαρκή σεβασμό και την εφαρμογή της διεθνούς δικαιοσύνης. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του Καταστατικού (Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), προσδιορίζει ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σειρά πράξεων που διαπράττονται ως μέρος ευρείας και συστηματικής επίθεσης που κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης. Επίσης, η παράγραφος 1(γ) του άρθρου 7 απαγορεύει την άσκηση οποιασδήποτε ή όλων των εξουσιών οι οποίες είναι σύμφυτες στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί προσώπων, και περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιας εξουσίας κατά την εμπορία προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών.
Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και στερούν τους ανθρώπους των βασικών θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τις τελευταίες ημέρες η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί έκπληκτη τη δόλια, συστηματική, πιεστική και εκβιαστική προώθηση αλλά και εξευτελιστική εκμετάλλευση της απελπισίας και της ανέχειας χιλιάδων ανθρωπίνων υπάρξεων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, που στοιβάζονται στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας από τη γείτονα χώρα. Αυτό δε συμβαίνει, γεγονός πρωτοφανές, υπό την καθοδήγηση των ανωτάτων εκτελεστικών οργάνων της, με σκοπό οι άνθρωποι αυτοί να διαβούν παράνομα τα σύνορα της ΕΕ.
Η ενέργεια αυτή, η οποία ασκείται ως μέσο πίεσης προς την ΕΕ για την επίτευξη οικονομικού ή άλλου οφέλους, δυνητικά θα μπορούσε να συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, καθόσον το οικονομικό όφελος εν προκειμένω επιδιώκεται με τη μορφή «εκβίασης» ανθρωπίνων ψυχών και υπαίτιας δημιουργίας συνθηκών και κατάστασης που συνιστά ένα απρόβλεπτο και χωρίς προηγούμενο εκρηκτικό μίγμα, το οποίο, εν μέσω μάλιστα πανδημίας στην υφήλιο εξαιτίας του κορονοϊού, θέτει σε άμεσο κίνδυνο χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Μία τέτοιου είδους ενέργεια μπορεί, κατά συνέπεια, να υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Εδώ όμως δημιουργείται το εξής παράδοξο. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση της Ρώμης.
Η Τουρκία δεν έχει επίσης υπογράψει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι δε προφανής ο λόγος που δεν έχει υπογράψει καμία από τις δύο αυτές Συμβάσεις, αφού προτεραιότητα της γειτονικής μας χώρας είναι η προώθηση της πολιτικής και των συμφερόντων της και δευτερευόντως η τήρηση του Διεθνούς Δικαίου. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν η Τουρκία αφενός μεν να παραδίδει μαθήματα Διεθνούς Δικαίου στην Ελλάδα, αφετέρου δε να κατηγορεί την Ελλάδα για παραβίαση αυτών.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το πρόσφατο παράδειγμα των ασφαλιστικών μέτρων που κατατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις 5 Μαρτίου από Τούρκο δικηγόρο, και για λογαριασμό τριών Σύρων, σχετικά με την άρση των μέτρων της προσωρινής αναστολής καταθέσεων αιτήσεων ασύλου για λόγους εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας, που αποφάσισε την 1η Μαρτίου το ΚΥΣΕΑ υπό τον πρωθυπουργό. Οι προσφεύγοντες ζητούσαν από το δικαστήριο να λάβει προσωρινά μέτρα κατά της Ελλάδας θεωρώντας παράνομη την απόφαση του ΚΥΣΕΑ.
Το ΕΔΔΑ, με απόφασή του στις 6 Μαρτίου, απέρριψε το αίτημα να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα κατά της Ελλάδας για την αναστολή ασύλου, αφού, υπό τις παρούσες συνθήκες, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από το πλαίσιο της διεθνούς προστασίας των προσφύγων, το οποίο στηρίζεται σε μεμονωμένες και εξατομικευμένες αιτήσεις. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν στηρίζονται σε λόγους σχετιζόμενους με φόβο δίωξης στην Τουρκία, αλλά σε λόγους οικονομικούς. Το γεγονός όμως αυτό προσκρούει στον ίδιο το σκοπό της διεθνούς προστασίας των προσφύγων. Στην προκειμένη δηλαδή περίπτωση, είναι σαφές ότι πρόκειται για συλλογική και οργανωμένη μετακίνηση πληθυσμών για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων κατά σαφή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Το Διεθνές Δίκαιο και οι διεθνείς συμβάσεις εγγυώνται την τήρηση των ατομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, δεν μπορούν όμως να υποχρεώσουν κανένα κράτος να αδιαφορήσει για την ίδια την ύπαρξή του. Σκοπός των διεθνών συμβάσεων είναι η διασφάλιση των ανθρωπιστικών κεκτημένων και όχι η διάλυση των κρατών.
Κάθε κράτος έχει δικαίωμα και υποχρέωση να προστατέψει τα σύνορά του και να εγγυηθεί την εσωτερική ασφάλεια στους υπηκόους του. Όπως ορθά ειπώθηκε, «αν καταργηθούν τα εθνικά σύνορα, τότε θα υψωθούν τείχη».
Βασίλης Φλωρίδης
Εισαγγελέας εφετών
- Πηγή: kathimerini.gr.