Η ανατολική στρατηγική του Βερολίνου έρχεται από το βάθος της ιστορίας, όταν η Γερμανία αναζητούσε αγορές για να διοχετεύσει τη βιομηχανική παραγωγή της. Ήδη από τον 19ο αιώνα και έως το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το δίπολο αφορούσε την απόκτηση αποικιών στα πρότυπα των Αγγλογάλλων ή την επέκταση προς Ανατολάς, η οποία για τους Γερμανούς υπερεθνικιστές έπρεπε να είναι εδαφική και όχι απλώς οικονομική-εμπορική.
Οι γεωστρατηγικές προτάσεις υλοποίησης του μείζονος στόχου, δηλαδή της διοχέτευσης της βιομηχανικής παραγωγής, σταθεροποιήθηκαν εντέλει στην εδραίωση μιας σφαίρας επιρροής έως και σήμερα, παρά τις γεωπολιτικές αλλαγές και το δραματικό κόστος που επωμίστηκε η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για το λεγόμενο «γερμανικό ζήτημα» έχουν γραφτεί αρκετά σπουδαία κείμενα, και αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι το Βερολίνο ταυτίζει τις προοπτικές επιβίωσής του με την οικονομική ευμάρεια της βιομηχανικής-επιχειρηματικής ελίτ και, με τη σειρά της, αυτή ευνοεί μια δυναμική πολιτική προς Ανατολάς με άξονα αναφοράς το μέγεθος των αγορών.
Η συγκεκριμένη συλλογιστική προσφέρει πολλές απαντήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο και την ευρύτητα των τουρκογερμανικών σχέσεων σήμερα. Η γερμανική πολιτική τάξη επιμένει να χαϊδεύει τα αυτιά της τουρκικής ηγεσίας, υπό την πίεση των εκατομμυρίων Τούρκων της Γερμανίας οι οποίοι λειτουργούν ως μια άλλη «εθνική μειονότητα», ενώ παράλληλα το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών σημειώνει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στον γερμανικό Τύπο η αγαστή συνεργασία τους στο πεδίο των εξοπλισμών, οι οποίοι αυξάνονται λόγω της «κατανάλωσης»(!) που κάνει η Άγκυρα στο συριακό μέτωπο. Ευρωπαϊκές ενισχύσεις, με γερμανική πίεση, δίνονται και με αφορμή το Μεταναστευτικό, με την Τουρκία να χρησιμοποιεί τα εν λόγω μέσα για να διαρρήξει το φράχτη στον Έβρο, ενώ τα αντίστοιχα ελληνικά μέσα αγορασμένα με ευρωπαϊκούς πόρους (π.χ. ταχύπλοο «Γαύδος» του Λιμενικού Σώματος, 2018) δέχονται επιθέσεις από τα τουρκικά σώματα ασφαλείας. Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας η Τουρκία λαμβάνει και πάλι χρήματα, ενώ και η Ελλάδα είναι απολύτως ευχαριστημένη υποδεχόμενη 20 Γερμανούς αστυνομικούς στον Έβρο για να συνδράμουν στη φύλαξη των συνόρων από τις εξοπλισμένες από τους ίδιους τουρκικές δυνάμεις.
Δικαιολογούμαστε να «κακολογούμε» τη Γερμανία;
Σε καμία περίπτωση, μιας και θα έπρεπε να γνωρίζουμε ότι κάτω από το οικογενειακό τραπέζι της ΕΕ, κάθε μέλος κρύβει ένα μαχαίρι και είναι έτοιμο να το χρησιμοποιήσει εναντίον του διπλανού του… εταίρου και συμμάχου. Ούτε καν την Τουρκία δε θα έπρεπε να «κακολογούμε», καθώς έχει πάγια συμφέροντα και σταθερές επιδιώξεις, που προσπαθεί να υλοποιήσει με γνώμονα αυτό που αντιλαμβάνεται ως ωφέλιμο για την ίδια.
Το πρόβλημα σχετίζεται με την εν Ελλάδι πολιτική τάξη και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ο διάλογος. Όταν η Τουρκία προσέφερε ανταλλάγματα προς τη Γερμανία, η Ελλάδα τι έπραξε; Έθεσε διπλωματικά αντίβαρα, παρά το ότι είναι «δεμένη χειροπόδαρα» μετά τα μνημόνια; Ίσως αυτό να είναι και πλεονέκτημα, λόγω του μεγάλου κόστους που μπορεί ακόμη να προκαλέσει, αλλά ας μη διαταράξουμε την «κανονικότητα»… Μάλλον επικαλέστηκε τελικά την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» στρουθοκαμηλίζοντας και υποκρινόμενη ότι «η Τουρκία είναι απομονωμένη». Θα μπορούσε, και η συγκεκριμένη ιστορικών προεκτάσεων γεωστρατηγική ευκαιρία υπάρχει, αλλά εμείς κάνουμε τα πάντα για να μην είναι απομονωμένη.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία αντιμετωπίζεται ως «αμόλυντος», πρότυπο ευρωπαϊκού κράτους στο οποίο, όταν αναφερόμαστε, θα πρέπει να είμαστε οπωσδήποτε προσεκτικοί. Γι’ αυτό «πέφτουμε από τα σύννεφα» ή αισθανόμαστε «προδομένοι», κάθε φορά που η Γερμανία αποδεικνύει ότι είναι εθνοκράτος με πάγια συμφέροντα και γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Ίδια έκπληξη αισθανόμαστε και κάθε φορά που ο Ερντογάν χρησιμοποιεί λέξεις για τους Έλληνες όπως «Ναζί», ξεχνώντας τον Τούρκο πρέσβη στο Βερολίνο το 1941, Χουσρέβ Γκερεντέ, ο οποίος προσφερόταν να συνεισφέρει η χώρα του στη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ με αντάλλαγμα εδάφη μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας. Πέραν του θράσους, αυτά είναι ρητορικά επικαλύμματα μιας αμιγώς ρεαλιστικής στρατηγικής συμπεριφοράς.