Στο ίδιο έργο θεατές βρισκόμαστε, όσον αφορά την πορεία του δημόσιου διαλόγου περί των γεγονότων στον Έβρο. Τα σύνορα εκλαμβάνονται από ορισμένους ως «ρατσιστικό πεδίο επιχειρήσεων», ενώ αυξάνονται και οι ανησυχίες για «εκφασισμό της κοινωνίας». Είναι να απορεί κανείς, αν και εξηγούμαι προκαταβολικά ότι οι δύο κόσμοι δεν έχουν διαχρονικά ως εκπροσώπους τα ίδια φυσικά πρόσωπα αλλά οροθετούνται με βάση τις «γραμμές της εξουσίας»: αντιπολίτευση Vs κυβέρνηση, και αντιστρόφως!
Εξάλλου, εξαιρουμένων των όποιων επιμέρους διαφορών σε επίπεδο διαχειριστικών ικανοτήτων, το πρόβλημα έλλειψης στρατηγικής είναι εγγενές, δομικό και ιστορικό.
Έχει φασίζουσες αντιλήψεις μια κοινωνία που διιστορικά έχει αποδείξει ότι στέκεται αλληλέγγυα στον αδύναμο και στον κατατρεγμένο και η οποία έχει γαλουχηθεί μέσω του ελληνισμού ως πρόταση εξωστρέφειας, επικοινωνίας μεταξύ των εθνών και συνεργασίας; Είναι φασιστική μια κοινωνία η οποία πασχίζει να διαφυλάξει την ετερότητά της επειδή ακριβώς επιθυμεί να συνδιαλλάσσεται ως ίση προς ίσους και όχι να απαλειφθεί από το χάρτη; Μήπως είναι ψέμα ότι δυστυχείς άνθρωποι έχουν εργαλειοποιηθεί από τον Ερντογάν και χρησιμοποιούνται ως «υβριδικός πολιορκητικός κριός», και συνεπώς δεν αναφερόμαστε πλέον σε ανθρωπιστική κρίση αλλά διακρατική;
Πώς πρέπει να αντιδράσει μια κοινωνία και ένας κρατικός μηχανισμός όταν ένα άλλο κράτος επιβουλεύεται την κυριαρχία; Πώς πρέπει να αντιδράσει ένα απειλούμενο, δημογραφικά συρρικνωμένο κράτος, το οποίο έχει οργανώσει –έστω μερικώς– την άμυνά του με κινητοποίηση των ακριτών του («παλλαϊκή άμυνα» όπως αναφέρεται στο βιβλίο Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική), αλλά βλέπει αυτούς τους ανθρώπους να προσβάλλονται και να λοιδορούνται ως «ναζιστικά τάγματα εφόδου»;
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρόδηλης εκμετάλλευσης των ανθρωπιστικών αντανακλαστικών της Δύσης, και μάλιστα για πρώτη φορά σε αυτήν τη μορφή, καθώς δεν έχουμε την επίκληση του ανθρωπισμού ως «αμυντικού όπλου» ή «ασπίδας υπεράσπισης υποδομών» και μάλιστα σε εθελοντική-πατριωτική βάση (βλ. βομβαρδισμός Σερβίας 1999) αλλά ως εξαναγκαστικά ωθούμενη «εμπροσθοφυλακή επιθετικής στρατηγικής». Όπως ανέφερε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης: «Δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί.
»Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του, γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο».
Αυτή την επισήμανση οφείλουμε να κατανοήσουμε, αν και ομολογουμένως έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση από σημαντικούς «πόλους ισχύος» της εγχώριας πολιτικής σκηνής, οι οποίοι από το διεθνισμό έχουν ενσωματώσει στον πολιτικό λόγο τους τις ίδιες ανησυχίες. Απαιτούνται και άλλα βήματα, όμως, από ένα επικοινωνιακό σύστημα το οποίο οφείλει να αντιληφθεί ότι διαμορφώνει γνώμη, και ως εκ τούτου έχει ευθύνη να συμπαρατάσσεται με την πραγματικότητα και όχι με τα ιδεολογήματα.
Έχει δημοκρατική ευθύνη να περιγράφει, να κρίνει, να στηλιτεύει, να επιβραβεύει, αλλά πάντοτε με άξονα την αλήθεια, όχι των μεν ή των δε, αλλά τη μία και αυταπόδεικτη, αυτήν που διαμορφώνεται μέσω της διεθνούς και περιφερειακής κατανομής ισχύος, των ηγεμονικών κρατών και των γεωστρατηγικών τους, της άνισης ανάπτυξης και των γεωπολιτικών δεδομένων. Αν τα λύσουμε αυτά, τότε δεν θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι ανησυχίες για την «επαπειλούμενη εσωτερική συνοχή», και επιτέλους θα καταφέρουμε να συνεννοηθούμε σε κάποια βασικά πράγματα για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον δύο αιώνες.