Σε μια από αυτές τις εξαιρετικές πρωτοβουλίες του «Κύκλου της Θεσσαλονίκης», κατά την οποία μίλησε ο πρέσβης ε.τ. Νίκος Κανέλλος, είπα πως ο διαχρονικός ελληνισμός διαμόρφωσε έναν υπερεθνικό «ελληνικό τρόπο» ο οποίος αποτέλεσε, και αποτελεί, σημείο αναφοράς της ανθρωπότητας, βιώνεται πραγματικά ή φαντασιακά, αλλά εξέλιπε, σιγά-σιγά, με τη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Δεν συμφώνησε κανείς μαζί μου, αλλά επιμένω στην άποψή μου. Ίσως μου δοθεί η δυνατότητα να την αναλύσω καλύτερα μια άλλη φορά.
Υποτίθεται ότι στην ελληνική πολιτεία αυτόν τον τρόπο θα υπηρετούσε η διανόησή της. Η προϊούσα παρακμή εμβάλλει σε προβληματισμούς και ανησυχίες αν υπάρχει ελληνική διανόηση, και αν ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή του «ελληνικού τρόπου».
Το περιεχόμενο αυτού του τρόπου και τη σημασία του ας τα αναλύσουν καλοί γνώστες του θέματος. Δεν συμπεριλαμβάνομαι σ’ αυτούς. Εμβληματικά βιβλία, όμως, όπως της ελληνίστριας Ζακλίν ντε Ρομιγί (Γιατί η Ελλάδα), ή της ημετέρας Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ (Γιατί το Βυζάντιο) αλλά και πολλά άλλα, επιβεβαιώνουν την καθοριστική σημασία του στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Αν αποδεχθούμε ότι ο Γκράμσι είχε δίκιο στην ανάλυση της έννοιας της ηγεμονίας, η οποιαδήποτε κυριαρχία είναι πρωτίστως θέμα ιδεών. Αν κυριαρχήσουν οι ιδέες, κυριαρχούν και οι φορείς τους. Αλλά ο Γκράμσι μίλησε και για τους κομματικούς διανοούμενους θεωρώντας πως πρέπει να έχουν πρότυπό τους τον οργανικό διανοούμενο, ιδανικό διάκονο της επιστήμης ή της ιδέας που υπηρετεί. Και να καθοδηγούν τις κομματικές μάζες. Επιμένω στον όρο «μάζες» όταν πρόκειται για κομματική αναφορά, διότι τα κόμματα, όπως λειτουργούν, είναι ομάδες επιβολής μιας ηγετικής ομάδας τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στην κοινωνία, με αμφισβητούμενες για τη δημοκρατικότητά τους διαδικασίες. Όσοι αποδέχονται αυτήν τη λειτουργία, έχουν χαρακτηριστικά μάζας.
Αν η Ελλάδα στερείται, σήμερα, διανοουμένων, στα κόμματα ευδοκιμούν. Είναι όμως διανοούμενοι οι κομματικοί ινστρούχτορες; Όχι. Ο διανοούμενος, πρωτίστως, δεν έχει καμιά εξάρτηση – πολύ περισσότερο κομματική. Είναι βαθύς γνώστης πολλών ζητημάτων, ενδιαφέρεται για την αναζήτηση και προβολή της «αλήθειας», αποφεύγει τον κρατικό ή κομματικό κορβανά, η ζωή του συμβαδίζει με τη θεωρία του, λειτουργεί υποβοηθητικά προς την κοινωνία στην οποία ζει, στις δύσκολες στιγμές βρίσκεται στην πρώτη γραμμή (δεν περιμένει να τον ανακαλύψουν). Ζει για να αναπνέει και να σκέπτεται ελεύθερα.
Την πενία τέτοιων διανοουμένων πληρώνει η χώρα. Στερείται, δυστυχώς, μιας πνευματικής ηγεσίας που θα παρήγαγε αξίες για δημόσιο διάλογο και θα αναπαρήγαγε αυτό που συγκράτησε ενωμένο, συνεκτικό και αποτελεσματικό τον διαχρονικό ελληνισμό.
Ο τρόπος που προσεγγίζουν τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία –από τις σχέσεις με τη γειτονική Τουρκία μέχρι το Μεταναστευτικό και το μέλλον της πολιτείας και του λαού της– δεν έχει καμία σχέση με τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν λοιδορείται απλώς η έννοια της πατρίδας, η οποία θεωρείται αναχρονισμός, αλλά στο όνομα μιας ιδεολογικής αγκύλωσης ή σύγχυσης –στη χειρότερη περίπτωση στο όνομα μιας προσωπικής φοβίας– αποδομείται η συγκρότηση και ο τρόπος ζωής των Ελλήνων. Τη στιγμή που μετά την περιπέτεια του «ρηγκανοθατσερισμού» οι δύο πρώτες κοινωνίες που ανακρούουν πρύμναν είναι η αμερικανική και η βρετανική. Αυτές, δηλαδή, που πρωταγωνίστησαν.
Στο εξαίρετο βιβλίο του Η ελληνική «πόλις» ο Gustave Glotz θεωρεί ότι η «αυτόνομη πόλη έχει ουσιαστική προϋπόθεση την ελευθερία. Τη συλλογική Ελευθερία. Αυτό το πάθος για την ανεξαρτησία κάνει την πόλη, όσο μικρή κι αν είναι, κράτος κυρίαρχο».
Και αναρωτιέται: «Τι είναι η πατρίδα κατά τους μεγάλους αιώνες της αρχαίας Ελλάδας; Η λέξη ίδια το δείχνει. Προσδιορίζει εκείνο που συνδέει ανθρώπους με κοινό πρόγονο τον ίδιο πατέρα. Η πατριά ήταν αρχικά το γένος έτσι όπως το βλέπουμε πάντα στη Μικρά Ασία. Με μια συνεχή αύξηση, στην Ήλιδα λόγου χάρη πήρε την έκταση της ομάδας που ονομάζουν γενικά φρατρία και κατέληξε παντού να είναι η κοινότητα όπου απορροφούνται όλες οι μικρότερης έκτασης κοινωνίες δηλαδή η πόλη.
»Έτσι ο πατριωτισμός των Ελλήνων μάς παρουσιάζεται σήμερα ως στενά τοπικός πατριωτισμός. Αλλά είναι ένα αίσθημα τόσο πιο έντονο και πιο βαθύ όσο πιο περιορισμένο είναι το αντικείμενό του.
»Από την ημέρα που ο ενηλικιωμένος έφηβος δίνει τον όρκο του Πολίτη, οφείλει στην πόλη κάθε του σκέψη και το αίμα του. Δεν αφιερώνει το σώμα και την ψυχή του σε κάτι το αφηρημένο, αλλά σε κάτι συγκεκριμένο που βλέπει κάθε μέρα με τα μάτια του. Η ιερή γη της πατρίδας είναι ο οικογενειακός περίβολος, οι τάφοι των προγόνων, οι αγροί που ανήκαν σε πρόσωπα γνωστά, το βουνό όπου πάνε να κόψουν ξύλα, να οδηγήσουν το κοπάδι, να μαζέψουν μέλι, οι ναοί όπου θυσιάζουν, η Ακρόπολη όπου ανεβαίνουν με πομπή. Είναι όλα αυτά που αγαπούν και για τα οποία είναι περήφανοι και τα οποία κάθε γενιά θέλει να τα παραδώσει πιο ζηλευτά από ό,τι τα παρέλαβε».
Αυτά κύριοι «διανοούμενοι» δεν μοιράζονται. Κάθε λαός έχει τα δικά του. Μπορούν να τα κοινωνήσουν και άλλοι. Αλλά με τον ελληνικό τρόπο. Τον οποίο πρέπει να αναβιώσουμε.