Το τελευταίο διάστημα το σημαντικότερο ζήτημα της εξωτερικής μας πολιτικής δεν παίζεται στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Λιβύη ή το Αιγαίο. Παίζεται αλλού.
Την 1η Φεβρουαρίου τζιχαντιστές, σύμμαχοι του Ερντογάν, σκότωσαν σε περιοχή βορείως του Χαλεπιού τέσσερις Ρώσους αξιωματικούς των ειδικών δυνάμεων, που ανήκαν στην υπηρεσία πληροφοριών FSB.
Η Ρωσία «χρέωσε» τη δολοφονία στην Τουρκία και απάντησε με πυρά πυροβολικού του στρατού της Συρίας νοτίως του Ιντλίμπ. Οκτώ Τούρκοι στρατιώτες νεκροί. Η Τουρκία ανταπάντησε με πυρά πυροβολικού εναντίον θέσεων του στρατού της Συρίας, με άγνωστο αριθμό θυμάτων. Η Συρία ανταπάντησε με πυρά πυροβολικού, με πέντε Τούρκους στρατιώτες νεκρούς, στις 10 Φεβρουαρίου.
Όλο αυτό το διάστημα ο στρατός της Συρίας προήλαυνε και απελευθέρωνε περιοχές που ήταν υπό την κατοχή των τζιχαντιστών από το 2012 και της Τουρκίας από το 2018, μετά την υπογραφή της συμφωνίας Πούτιν-Ερντογάν, στο Σότσι.
Σημειώνεται ότι η όλη επιχείρηση του συριακού στρατού υποστηριζόταν από πυρά της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας.
Εν τω μεταξύ, όσο ο στρατός της Συρίας απελευθέρωνε εδάφη, με την υποστήριξη της Ρωσίας, ο Ερντογάν έστελνε στρατεύματα σε ξένη χώρα, στην επαρχία Ιντλίμπ, ενώ ζήτησε και εξασφάλισε λεκτικά την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στο έδαφος της Συρίας, στην περιοχή Ιντλίμπ, βρίσκονται πάνω από 10.000 Τούρκοι στρατιώτες και πάνω από 2.000 άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, πυροβόλα και άλλα στρατιωτικά οχήματα.
Όλο αυτό το διάστημα οι ρωσοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται, με το Ιντλίμπ να αποτελεί τον «γόρδιο δεσμό» στις σχέσεις των δύο χωρών. Το σκηνικό μοιάζει με μια παγίδα που έστησαν στον Πούτιν και τον Ερντογάν και έχει στόχο τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Το ποιοι έστησαν αυτήν την παγίδα το γνωρίζουμε, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ερντογάν παρασυρόμενος από το χαρακτήρα του, δηλώνει ότι θα αρχίσει επιχείρηση εναντίον του συριακού στρατού αν μέχρι το τέλος του μήνα δεν αποσυρθεί από τα εδάφη που απελευθέρωσε από τους τρομοκράτες ισλαμιστές, συμμάχους της Τουρκίας.
Το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά είναι ότι ο Ερντογάν και η Τουρκία, μετά από ένα βραχυχρόνιο ειδύλλιο με τον Πούτιν και τη Ρωσία, μάλλον ξαναγυρνά στη… ζεστή αγκαλιά της Δύσης, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Και ακριβώς αυτό είναι που κάνει τα τεκταινόμενα στο Ιντλίμπ το σημαντικότερο εν εξελίξει ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί άλλη η αξία της Ελλάδας και της Κύπρου για τις ΗΠΑ με την Τουρκία σφιχταγκαλιασμένη με τη Ρωσία, και άλλη με την Τουρκία στο «μαντρί» του ΝΑΤΟ. Και άλλες οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη χώρα μας στην πρώτη περίπτωση και άλλες στη δεύτερη.
Άλλωστε ο Ερντογάν, γυρνώντας στο μαντρί, μπορεί να ζητήσει ανταλλάγματα.
Πάντως, το θέμα αυτό ούτε καν συζητήθηκε στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής του συνήλθε στις 10 Φεβρουαρίου. Πάλι ένα επεισόδιο πίσω είμαστε.
Τέλος, αντί για αντάλλαγμα, ένας Αμερικανός διανοούμενος μας λέει κάτι που θα έπρεπε να πουν Έλληνες πολιτικοί και διπλωμάτες. Ας δούμε τι λέει, να διδασκόμεθα:
Η Τουρκία πρέπει να πληρώσει ακριβό αντίτιμο για την επιστροφή της
Του Μάικλ Ρούμπιν,* 19 Φεβρουαρίου 2020.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν απειλεί να πολεμήσει απευθείας με τον συριακό στρατό εάν ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ Αλ Ασάντ δεν σταματήσει την επίθεσή του στο Ιντλίμπ, την τελευταία σημαντική ζώνη που ελέγχεται από τη συριακή αντιπολίτευση. Ενώ ο Ερντογάν φαντάστηκε τον εαυτό του ως δάσκαλο της τακτικής, μαθαίνει τώρα ότι ήταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν που τον έπαιζε στα δάχτυλά του. Ο Ερντογάν απέρριψε συμμαχία δεκαετιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια σύντομη σχέση, μόνο για να ανακαλύψει ότι η επαγγελματική προσφορά αγάπης του Πούτιν ήταν για πιο περιορισμένους στόχους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν έχει βρεθεί εκτός παιχνιδιού. Αλλά, αφού σκόπιμα απορρίπτει τη σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, είναι ώρα η Ουάσινγκτον να παίξει σκληρά. Εκείνοι που λένε ότι πέρα από τον Ερντογάν, η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ για να της γυρίσουν την πλάτη, πιθανότατα υποτιμούν τον διαβρωτικό αντίκτυπο 17 χρόνων ερντογανισμού, την υποκίνηση και την κατήχηση που μεταδίδονται μέσω των μηνυμάτων ή τη διδασκαλία στα σχολεία της Τουρκίας και τη δημογραφική αλλοίωση.
Αν ο Ερντογάν κάνει έναν ρεαλιστικό υπολογισμό ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί τη Μόσχα και θέλει μεγαλύτερη εξισορρόπηση με την Ουάσινγκτον, τότε ο Λευκός Οίκος, το Κογκρέσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επιτρέψουν στην Τουρκία να γυρίσει πίσω στην ομάδα αλλά μόνο με ένα αντίτιμο.
Έχουν περάσει περισσότερα από 45 χρόνια από τότε που οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο. Ο στόχος της Τουρκίας ήταν να εμποδίσει την κυπριακή κυβέρνηση και το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να σχεδιάσουν την Ένωση, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική τουρκική μειονότητα της Κύπρου. Ακόμα κι αν αυτό το κίνητρο ίσχυε, η κρίση πέρασε σύντομα. Η ελληνική χούντα κατέρρευσε και η Ελλάδα πέρασε στη δημοκρατία. Οποιοσδήποτε λόγος για να παραμείνουν στην Κύπρο οι τουρκικές δυνάμεις εξέλειπε.
Ωστόσο, η Τουρκία είχε άλλα σχέδια.
Αυτό που ξεκίνησε ουσιαστικά ως αποστολή διάσωσης μιας πολιορκημένης μειονότητας, μετατράπηκε σε μια ανοικτή και ιμπεριαλιστική αρπαγή γης που σήμερα χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά μη Κύπριων εποίκων στην τουρκική ζώνη, αυτοανακηρυγμένη ως ανεξάρτητη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, την οποία μόνο η Άγκυρα αναγνωρίζει, και την κλοπή των κυπριακών πόρων που, εάν αφεθούν στα κυπριακά χέρια, θα μπορούσαν να ωφελήσουν και να ενώσουν όλους τους Κύπριους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας.
Δυστυχώς, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο έχουν γίνει κανόνας και όχι εξαίρεση.
Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στο Ιράκ και αρνούνται να φύγουν. Και τα τελευταία δύο χρόνια η Τουρκία κατέλαβε, επίσης, ευρείες περιοχές συριακής επικράτειας, πρώτα στην Αφρίν και πιο πρόσφατα ανατολικά του Ευφράτη.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της τουρκικής κρατικής τηλεόρασης, ο Ερντογάν δεν διέταξε τις τουρκικές δυνάμεις να μπουν στη Συρία για να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία. Εξάλλου, δεν μπορούσε να παράσχει αποδείξεις ότι είχε ξεκινήσει κάποια τρομοκρατική επίθεση από περιοχές που ελέγχονταν από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις αφού, πράγματι, οι συριακές κουρδικές δυνάμεις είχαν διασφαλίσει τα σύνορα και εμπόδιζαν την τρομοκρατία.
Αντίθετα, ο Ερντογάν θέλησε:
- Πρώτον να κάνει εθνοκάθαρση στην περιοχή των Κούρδων και να λεηλατήσει τους πόρους τους,
- Δεύτερον, να προκαλέσει στους Τούρκους έντονα και παθιασμένα εθνικά αισθήματα για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από την ύφεση, και
- Τρίτον, να διεκδικήσει τον τίτλο του στρατιωτικού ήρωα, προκειμένου να εδραιώσει την κληρονομιά του πιο μεγάλου ηγέτη από την εποχή του Μ. Κεμάλ, ο οποίος ίδρυσε τη σύγχρονη Τουρκία πριν από περίπου έναν αιώνα.
Ήταν ένα κυνικό σχέδιο, και ο Ερντογάν δεν έχει κανέναν άλλον να κατηγορεί παρά μόνο τον εαυτό του για την αποτυχία του. Το στρατιωτικό αντίτιμο της αποτυχίας αυτής θα είναι δύσκολο για όλους τους Τούρκους να το καταβάλουν. Όπως η Σαουδική Αραβία ανακάλυψε με την Υεμένη ότι είναι πολύ πιο εύκολο να στείλει δυνάμεις παρά να τις απομακρύνει. Και όπως οι ΗΠΑ έχουν ανακαλύψει στο Βιετνάμ, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και αλλού, δεν υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις εύκολη επιτυχία.
Το διπλωματικό τίμημα θα πρέπει επίσης να είναι υψηλό. Αμερικανοί διπλωμάτες, όπως ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα Τζιμ Τζέφρι, λένε ότι η Αμερική χρειάζεται την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: Η Τουρκία χρειάζεται την Αμερική.
Ωστόσο, το τίμημα οποιασδήποτε διπλωματικής υποστήριξης θα πρέπει να είναι υψηλό: Τίποτα λιγότερο από την πλήρη απόσυρση όλων των τουρκικών δυνάμεων και των εποίκων από την Κύπρο, το Ιράκ και τη Συρία.
____
*Ο Μάικλ Ρούμπιν είναι συνεργάτης του Washington Examiner’s Beltway Confidential blog, μόνιμος υπότροφος στο American Enterprise Institute και πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου. H μετάφραση από τα αγγλικά είναι του Παντελή Σαββίδη.