Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα του προσφάτως δημοσιευθέντος βιβλίου μου με τίτλο Αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι ότι «κατά την περίοδο μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η τουρκική θέση στο περιφερειακό υποσύστημα βρίσκεται σε μια ιστορική φάση επαναπροσδιορισμού. Το συγκεκριμένο γεγονός έχει κυμανθεί από τη μετάβαση σε επίπεδο συντελεστών ισχύος και τη συνέχιση της μετάβασης στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο έως τη μετάβαση στο επίπεδο των προθέσεων και κατ’ επέκταση των προσηκόντως αναγκαίων συμμαχιών. Η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει πλέον τα ψυχροπολεμικά διλήμματα ασφαλείας, οι δυνατότητές της είναι αυξημένες και η ιδεολογική μετεξέλιξη της κυβερνώσας ελίτ είναι πασίδηλο γεγονός». Υπό το ως άνω πρίσμα περιγράφονται τα πάγια χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, τα οποία κατευθύνουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις προς μια νέα εποχή πληθώρας προκλήσεων και διακυβευμάτων.
Ας σταχυολογήσουμε ωστόσο επιγραμματικά τα νέα δεδομένα, τα οποία επηρεάζουν ή δείχνουν να επηρεάζουν τη στρατηγική σχέση Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Πρώτον, απονέμονται νέοι γεωστρατηγικοί ρόλοι ελέω ανάδυσης νέων γεωπολιτικών δεδομένων. Όπως έχει περιγράψει εναργώς ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μάζης, η γεωκλιματική αλλαγή επιφέρει δραματικές αλλαγές επί του περίφημου αναχωματικού δακτυλίου του Spykman. Η τήξη των πάγων στον Αρκτικό Κύκλο και η άνοδος των τεχνολογικών δυνατοτήτων (βλ. πυρηνικά παγοθραυστικά) προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας νέων εμπορευματικών διαύλων από Βορρά, με αποτέλεσμα άλλοτε «κομβικά κράτη» όπως η Τουρκία να χάνουν σημαντικότατο μέρος της γεωπολιτικής σημασίας τους. Ενώπιον αυτής της εξέλιξης, η Άγκυρα επιχειρεί να επανακτήσει την ισχυρή θέση της έναντι της πλανητικής ναυτικής δύναμης προβαλλόμενη ως ο μεσάζοντας μεταξύ αυτής και της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής με πρόταγμα το νεοοθωμανισμό.
Δεύτερον, η άνοδος της Κίνας θέτει καινοφανείς προκλήσεις για τις ΗΠΑ. Η μέχρι πρότινος αναλογία 60-40 της αμερικανικής επιχειρησιακής δέσμευσης σε Ατλαντικό και Ειρηνικό έχει πλέον αντιστραφεί. Τούτο δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι Αμερικανοί δεν ενδιαφέρονται για τη γεωπολιτικά πολύτιμη Ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά οπωσδήποτε προσπαθούν να περιορίσουν το κόστος της εμπλοκής τους μεταφέροντας βάρη σε συμμάχους-τοποτηρητές. Η εν λόγω εξέλιξη αναγιγνώσκεται ως ένα σαφές παράθυρο ευκαιρίας για επαναστατικά κράτη όπως η Τουρκία, ήτοι δρώντες οι οποίοι επιθυμούν ένα διευρυμένο ρόλο εν ονόματι ενός υπερκρατικού αφηγήματος.
Ομοίως, η κινεζική άνοδος έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα για τις ΗΠΑ τον ρωσικό παράγοντα, ο οποίος άλλωστε συνιστά δυνητική εξισορροπητική δύναμη του Πεκίνου.
Τρίτον, η Τουρκία έχει βελτιώσει άρδην τη θέση της στην περιφερειακή κατανομή ισχύος, στοιχείο που συμβάλλει στην εμπέδωση της αντίληψης μεταξύ των ιθυνόντων της ότι είναι πανίσχυρη και δύναται επιβάλει τη βούλησή της. Αρκεί κανείς να θυμηθεί το περίφημο δόγμα Ελεκντάγ των «2½ πολέμων», το οποίο υπαγόρευε ότι η Τουρκία οφείλει να είναι σε θέση να διεξάγει πολυμέτωπο πόλεμο έναντι των κυρίων απειλών της, ήτοι την Ελλάδα, τη Συρία και τους Κούρδους. Πλέον η Ελλάδα έχει υποστεί μια κατακρήμνιση των δυνατοτήτων της εξαιτίας της πολυετούς δημοσιονομικής κρίσης, αν και το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεών της δεν μπορεί να αγνοείται. Η Συρία είναι στρατηγικά εκμηδενισμένη, ενώ και οι Κούρδοι έχουν υποστεί αξιοσημείωτες ήττες. Στον αντίποδα, η Τουρκία έχει πολλαπλασιάσει τον εθνικό πλούτο της και έχει αυτονομήσει σε μεγάλο βαθμό την αμυντική βιομηχανία της, στοιχεία που της καλλιεργούν μια συγκεκριμένη αντίληψη πανίσχυρης δύναμης.
Τέταρτον, ο πολιτικός κατακερματισμός σε αρκετές χώρες της περιφέρειας έχει συμβάλει στη στρατηγική εξουθένωσή τους. Η επαύριον της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» (αν υπήρχαν και άλλα εισαγωγικά, θα τα έβαζα) βρήκε οργανωμένες κρατικές δομές της Μέσης Ανατολής να αλώνονται από φονταμενταλιστικές ομάδες και να καταδικάζονται σε στρατηγικό μαρασμό. Η Λιβύη και η Συρία συνιστούν ενδεικτικά παραδείγματα, ενώ άλλα κράτη –όπως η Τυνησία– διασώθηκαν με μεγάλες πληγές στα πολιτικά συστήματά τους. Η συγκεκριμένη κατάσταση προέκυψε από λανθασμένες αντιλήψεις και εκτιμήσεις της υπερδύναμης, αλλά ταυτόχρονα ειδώθηκε και ως συστημική ευκαιρία επέκτασης και διείσδυσης για την Άγκυρα. Αυτή εγκαθιστά πλέον στρατιωτικές βάσεις εντός του γεωγραφικού συμπλόκου της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και δεν παραμένει απλώς στην «ήπια» ρητορική περί «τουρκικού μοντέλου», ήτοι προβαλλόμενη ως «κράτος-πρότυπο» εξ απόψεως υιοθέτησης των αρχών της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας επί μιας κατά τα λοιπά μουσουλμανικής ανθρωπολογίας.
Τα ανωτέρω ζητήματα είναι ενδεχομένως τα σημαντικότερα μεταξύ πολλών που σηματοδοτούν την έναρξη της τουρκικής αναζήτησης ενός νέου γεωστρατηγικού ρόλου.
Από την άλλη πλευρά, η Ουάσινγκτον σίγουρα θα επιθυμούσε να προσεταιριστεί έναν τέτοιο συμμαχικό παράγοντα ισχύος, αλλά εντάσσοντας αυτόν στο δικό της πλαίσιο στρατηγικών προτεραιοτήτων. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ενώπιον μιας Τουρκίας η οποία διακηρύττει ότι «αξίζει τα λεφτά της», και των ΗΠΑ που επιθυμούν «να αγοράσουν στη χαμηλότερη δυνατή τιμή». Το «παζάρι» περιλαμβάνει πολέμους δι’ αντιπροσώπων, κατατριβή τρίτων, υπονόμευση αλλά όχι κατακρήμνιση εθνικών οικονομιών, δυσφήμιση στρατηγικών εικόνων και πολλά άλλα ενόψει της «τελικής κρίσης».