Το χωριό είναι κτισμένο σε υψόμετρο 150μ από τη θάλασσα. Το 1871 ο γιατρός της Μαρώνειας Μελίρρυτος, στην περιγραφή της γεωγραφικής και ιστορικής άποψης των οικισμών και των κατοίκων της Μητρόπολης Μαρώνειας αναφέρει: Σοφουλάρ-Μιλιός (Ασκητές). Δεν έχει εκκλησία ούτε σχολείο, κατοικείται από 20 βουλγαρόφωνες οικογένειες. Οι κάτοικοι είναι ποιμένες και γεωργοί, εκκλησιάζονται στην Κρωβύλη.
Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1920 ορισμένοι βουλγαρόφωνοι που πολέμησαν μαζί με τον ελληνικό στρατό άφησαν τα κόκαλά τους στη Μικρά Ασία. Μετά το 1924 ο βουλγαρόφωνος πληθυσμός με την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκε στο Χάσκοβο και στο Κάρτζαλι.
Το 1920 μετονομάστηκε από «Σοφουλάρ» σε Ασκητές. Δίπλα στο χωριό, στην περιοχή Κάργα ποτάμι και Φούρνακας, βρίσκονται λαξευμένοι στο βράχο παλαιοχριστιανικοί τάφοι, όπως και 3 χλμ δυτικά, πάνω σε μικρό προσβάσιμο λοφίσκο, υπάρχει αρχαίο υπαίθριο ιερό.
Η καταγωγή των εγκαταστημένων στους Ασκητές είναι από την περιοχή της Καισάρειας – οι περισσότεροι από τα χωριά Αγυρνά και Αγορυά, οι υπόλοιποι από τα χωριά Σκοπή, Κέρκεμε, Κέρεμι, Αναργυράσιον, Καισάρεια, Τζουκούρ, Ν. Βεξέ, Ταλάς, Ταξιάρχαι και Σουρμουσακλή· από την περιοχή Ικονίου τη Νίγδη, το Ακ Σεράι και το Χαλβαδερελή· από τον Σκοπό 40 Εκκλησιών και από το Μεγαρίσιον Ηράκλειας Αν. Θράκης.
Επαρχία Καισάρειας (πηγή: The Emirr / commons.wikimedia.org)
Περίπου το 1924 έφτασε η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Έτσι έφτιαξαν τα μπαγάζια τους, πήραν τα ιερά σκεύη και τις εικόνες από τις εκκλησίες, τα φόρτωσαν στα κάρα και έφτασαν στη Μερσίνα. Από εκεί τους φόρτωσαν σαν ζώα πάνω στο πλοίο. Ο ένας πάνω στον άλλον – ψείρες, αρρώστιες, πείνα. Όσους πέθαιναν τους έβαζαν σ’ ένα σακί και τους πετούσαν στη θάλασσα. Όταν έφτασαν στον Πειραιά τους κράτησαν σε καραντίνα μέσα στο καράβι για έναν μήνα, πολλοί τότε πέθαναν μέσα εκεί. Τους κούρεψαν για τις ψείρες. Από εδώ άρχισε η διασπορά, ορισμένοι έμειναν σε παραγκουπόλεις γύρω από την Αθήνα. Άλλους τους πήγανε στην Πάρο, όπου την άνοιξη του 1925 η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων τους πρότεινε για εγκατάσταση τρία μέρη στο νομό Ροδόπης: τα Κασσιτερά, τα Ποντίκια και τους Ασκητές. Τα Ποντίκια, που βρίσκονταν δίπλα στον Κέχρο, δεν τα δέχτηκαν γιατί εκεί ακόμα κυκλοφορούσαν οι κομιτατζήδες. Τους άρεσε όμως το μέρος των Ασκητών.
Έτσι στις 25 Μαρτίου του 1925 άρχισαν να εγκαθίστανται σε σπίτια Βουλγάρων που είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Στο χωριό κατοικούσαν και λίγες οικογένειες μουσουλμάνων. Τον πρώτο καιρό αυτοί οι νοικοκύρηδες της Καππαδοκίας, που στην πατρίδα ο καθένας είχε τέσσερις και πέντε Τούρκους στη δούλεψή του, έφτασαν στο έσχατο σημείο να ζητιανεύουν από τους γείτονές τους μουσουλμάνους λίγο αλεύρι, κανένα αυγό, κανένα κομμάτι ψωμί.
Έτσι ξεκίνησαν από την αρχή, πήραν δάνεια αγόρασαν εργαλεία, βόδια και κάρα για τις εργασίες στα χωράφια. Άρχισαν να καλλιεργούν τα χωράφια που τους μοίρασαν –ανάλογα με τα μέλη της κάθε οικογένειας–, από 20 μέχρι 50 στρέμματα.
Οι Καππαδόκες όπως είναι άξιοι και δημιουργικοί, κι έτσι σιγά-σιγά άρχισαν να ανεβαίνουν οικονομικά. Το 1940 όμως ήλθε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από τις 48 οικογένειες του χωριού 51 νέοι με ενθουσιασμό πήγαν να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα, απ’ αυτούς οι τρεις έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα.
Το 1941 εισέβαλαν οι Βούλγαροι στους Ασκητές, όπως και σε όλη τη Ροδόπη. Τότε άρχισαν νέα βάσανα για τους κατοίκους του χωριού. Η βία, οι ανακρίσεις, το ξύλο, ο εξευτελισμός, οι απειλές από τους Βουλγάρους ήταν καθημερινό φαινόμενο, ώσπου ήλθε το μοιραίο. Οι Βούλγαροι αστυνομικοί της Κρωβύλης είχαν πληροφορίες ότι Έλληνες βοσκοί των Ασκητών βοηθούν και τροφοδοτούν τους αντάρτες που βρίσκονται στα βουνά της Μαρώνειας. Έτσι ειδοποιούν τους «ύποπτους» νεαρούς βοσκούς των Ασκητών να φέρουν στην αστυνομία από ένα αρνί. Οι νεαροί Βασίλειος Σεβδινίδης (15 ετών), Βασίλειος Μισαηλίδης (18 ετών), Φώτιος Κοσκερίδης (21 ετών) και Πρόδρομος Μαυρίδης (33 ετών και πατέρας τριών παιδιών), εκτελώντας τις εντολές τους φορτώθηκαν από ένα αρνί και μέσω ενός μονοπατιού που συνέδεε τους Ασκητές με την Κρωβύλη έφτασαν στην αστυνομία.
Τα ονόματα των πεσόντων στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (φωτ.: paratiritis-news.gr)
Εκεί είχε ήδη φτάσει ο ιμάμης του χωριού Χουσεΐν Τερμίκογλου επειδή ένας Βούλγαρος ονόματι Μπέρνικ τον θεώρησε υπεύθυνο για το μούχλιασμα των καπνών που είχε αποθηκεύσει στο τζαμί του χωριού. Στο μεταξύ συνέλαβαν σε μια συνάντηση που είχε μέσα σε έναν στάβλο στην Μέστη και τον ιερέα της Κρωβύλης Δημήτριο Καβάζη, με την κατηγορία ότι βοηθούσε τους αντάρτες.
Αφού τους έδεσαν όλους με αγκαθωτά σύρματα, τους οδήγησαν στη θέση Τσακάλ μπαΐρ. Εκεί, αφού τους βασάνισαν φρικτά (ήταν 29 Απριλίου του 1944), τους σκότωσαν όλους εκτός από τον Πρόδρομο Μαυρίδη που δεμένος κατάφερε να ξεφύγει, μετέβη στο χωριό Οχυρό σε έναν φίλο του, ακολούθως πήγε στην Κομοτηνή όπου συνελήφθη και οδηγήθηκε στο βουλγαρικό φρουραρχείο. Έκτοτε μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί τα ίχνη του. Τον εθνομάρτυρα κληρικό Δημήτριο Καβάζη η μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής τον τιμά κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή πριν από τις 28 Οκτωβρίου. […]
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ.
Παράσχος Ανδρούτσος
- Πηγή: xronos.gr.