Η κλασική γεωπολιτική, όπως νοείται μέσω θεωριών όπως αυτές του Mackinder και του Spykman, συνεχίζει να προσφέρει ένα άριστο υπόβαθρο περιγραφής και ανάλυσης της διεθνούς πραγματικότητας. Ωστόσο, τούτο δε σημαίνει ότι δεν δέχεται και προκλήσεις ακριβώς επειδή αλλάζει η διεθνής πραγματικότητα μέσω κοσμογονικών γεγονότων, όπως η γεωκλιματική αλλαγή και η ραγδαία τήξη των πάγων της Αρκτικής Ζώνης.
Οι ως άνω θεωρίες μας πληροφορούσαν για το τεράστιο δυναμικό ισχύος το οποίο εμπεριέχει η κεντρική Ευρασία (βλ. ορυκτός πλούτος, πληθυσμός, δυνατότητες αγροτικής παραγωγής κτλ.) και η αξιοποίηση και εμπόρευση αυτού από έναν κρατικό δρώντα θα μπορούσε να τον καταστήσει πλανητική υπερδύναμη. Προς τούτο, διαχρονικό μείζον συμφέρον των ναυτικών αγγλοσαξονικών δυνάμεων είναι η ανάσχεση της καθόδου των χερσαίων δυνάμεων στα θερμά νερά, ήτοι στα –ανοιχτά και τους δώδεκα μήνες του χρόνου– λιμάνια, έτσι ώστε οι ηπειρωτικές δυνάμεις να μην μπορούν να πολλαπλασιάσουν την ισχύ τους μέσω εμπόρευσης των δυνατοτήτων τους.
Η εν λόγω οπτική θεωρούσε τη διέξοδο από Βορρά, δηλαδή μέσω Αρκτικού Κύκλου, αδύνατη, και ως εκ τούτου ο ορισμός της λεγόμενης «περιμέτρου» ξεκινούσε από τη βορειοδυτική Ευρώπη και ολοκληρωνόταν στη βορειοανατολική Ασία. Εντούτοις, η συντελούμενη γεωκλιματική αλλαγή και η άνοδος των τεχνολογικών δυνατοτήτων (π.χ. πυρηνικά παγοθραυστικά) τείνουν να δημιουργήσουν νέα δεδομένα με την ελαχιστοποίηση των αποστάσεων, ανάλυση την οποία έχει εισηγηθεί και καταθέσει στη δημόσια συζήτηση ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μάζης.
Χάριν των παλαιών δεδομένων, κομβικά κράτη της περιμέτρου όπως η Τουρκία είχαν μια εξαιρετικά σημαντική γεωπολιτική θέση στις αγγλοσαξονικές στρατηγικές προτεραιότητες.
Η Τουρκία αξιοποίησε επί σειρά δεκαετιών αυτή τη σημασία της, προκειμένου να ζητά και να λαμβάνει τεράστια ανταλλάγματα στο επίπεδο της θέσης της στο πλανητικό προσκήνιο, των επενδύσεων ή της στρατιωτικής βοήθειας. Για την Τουρκία αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς είναι επαναστατικό κράτος, ήτοι ένας δρων με αναθεωρητικές τάσεις τρόπον τινά εγγενείς, καθότι –όπως μας έχει πληροφορήσει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής– «η σύγχρονη Τουρκία διατηρώντας τις οσμανικές της δομές διατηρεί και τις οσμανικές εδαφικές βλέψεις [καθώς] τα δύο αυτά σκέλη είναι αλληλένδετα και συγκοινωνούντα».
Υπό το φως των νέων προκλήσεων, πώς θα επιδιώξει να εκφράσει εν τοις πράγμασι τον αναθεωρητισμό/επαναστατισμό της η Τουρκία; Όπως επισημαίνει ο Μάζης: «Η Τουρκία οφείλει να εφεύρει, να δημιουργήσει και να διεκδικήσει μία νέα “γεωπολιτική μοναδικότητα” η οποία να της προσφέρει και τη συνεπαγόμενη αντίστοιχη “γεωστρατηγική μοναδικότητα”». Η εν λόγω «μοναδικότητα» προσφέρεται μέσω του νεοοθωμανισμού, ως ένα πλέγμα στρατηγικών εισηγήσεων οριζόμενων επί δύο παράλληλων διαστάσεων: την τουρκική εθνική ταυτότητα και το Ισλάμ. Το συγκεκριμένο στοιχείο τής επιτρέπει να καταθέτει ένα αφήγημα συγκράτησης της εσωτερικής συνοχής της, αλλά και νομιμοποίησης των εξωτερικών αξιώσεών της. Έχουσα τη νομιμοποίηση εισόδου της σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, η Τουρκία αποκτά εκ νέου (και σε μεγαλύτερο βαθμό) σημασία για τη Δύση.
Τα παραπάνω τυπολογικά έχουν σαφείς εμπράγματες προεκτάσεις καθώς, όπως μας πληροφορούσε ο Νταβούτογλου, το στρατηγικό βάθος είναι και ιστορικό, πολιτισμικό, γλωσσικό, αλλά είναι και οικονομικό, ενεργειακό, πολιτικό.
Κατά συνέπεια, πέραν των παραθύρων ευκαιρίας που της προσφέρονται από τη μετάβαση του αμερικανικού κέντρου βάρους προς τον Ειρηνικό, η Τουρκία μετατρέπει την εις βάρος της μεταστροφή των δεδομένων ελέω γεωκλιματικής αλλαγής σε ευκαιρία απόκτησης πλεονεκτικής θέσης. Η αποχώρηση των πολικών αρκούδων θα σημάνει αύξηση του πληθυσμού των γκρίζων λύκων; Ίδωμεν… Η εν λόγω είναι μία εκ των σημαντικών πτυχών στην τουρκική απόπειρα ανόδου επί της κλίμακας ισχύος, η οποία προσφέρει πολλαπλές ευκαιρίες αλλά ενέχει και πλήθος κινδύνων πρωτίστως για τη συνολική σταθερότητα στην περιοχή.