Το περασμένο καλοκαίρι επιχειρήσαμε να περιγράψουμε τη στρατηγική εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη σχολιάζοντας ότι η Άγκυρα δεν βρίσκεται απλώς στη χώρα της Βορείου Αφρικής, αλλά νοτιοδυτικά της Ελλάδας – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η συγκεκριμένη εμπλοκή είναι συνολική προς όλα τα αζιμούθια, και παρεμπιπτόντως όχι μόνο όπου είχε φθάσει ιστορικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ενδεικτικά παραδείγματα γι’ αυτό είναι η προσπάθεια αύξησης επιρροής επί των κρατών της κεντρικής Ασίας, ενώ ακόμη και η εργαλειοποίηση των Τούρκων μεταναστών –επί παραδείγματι στη Γερμανία– συνιστά αμιγή προέκταση του νεοοθωμανισμού και της στρατηγικής πρότασης που αυτός παράγει.
Και αν η τουρκική εθνική ταυτότητα είναι ο πολιορκητικός κριός όσον αφορά τους Τούρκους μετανάστες στα ευρωπαϊκά κράτη, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι προσφέρουν το αντίστοιχο πλαίσιο δράσης της τουρκικής ιθύνουσας ελίτ στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η Τυνησία (και αυτή νοτιοδυτικά της Ελλάδας) αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα, με τον Rachid Ghannouchi –ηγέτη του κόμματος Ennahda– να δέχεται σφοδρή κριτική λόγω της διασύνδεσής του με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις μυστικές συναντήσεις του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Ghannouchi, παραδεχόμενος ότι επισκέφθηκε τον Ερντογάν στην Τουρκία δίχως την πρότερη ενημέρωση του Τυνήσιου προέδρου, απάντησε σε σχετικές ερωτήσεις στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής συζήτησης ότι μέλημά του είναι η προώθηση της ειρήνης και όχι του πολέμου στη Λιβύη, ενώ πρόσθεσε ότι «οι σχέσεις της χώρας με την Τουρκία ενισχύθηκαν μετά την τυνησιακή επανάσταση [σ.σ. η απαρχή της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης»] επειδή οι Τούρκοι κυβερνώντες πιστεύουν στις ίδιες αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των ελεύθερων εκλογών» [sic].
Οι εν λόγω θύλακες, στα πολιτικά συστήματα χωρών που βρίσκονται στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, διευρύνουν την παρουσία και την ισχύ τους υπό τη σκέπη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως ένας φορέας μετακρατικός, ο οποίος όμως λειτουργεί με όρους συγκεκριμένων εθνικών συμφερόντων. Το προκείμενο οξύμωρο σχήμα σχετίζεται με τη διάσταση μεταξύ επικοινωνίας (η δράση είναι με άξονα αναφοράς το Ισλάμ ως απώτερο ιδανικό πέραν υλιστικών προτεραιοτήτων) με σκοπό τη νομιμοποίηση εντός πολιτικού συστήματος και κοινής γνώμης και ουσιαστικού διακυβεύματος (realpolitik με πρόταγμα την τουρκική διείσδυση και εντέλει τις αμιγώς υλιστικές στοχεύσεις της Άγκυρας).
Στα προαναφερθέντα κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να εμβαθύνει θεωρητικά μέσω του βιβλίου του Martin Wight «Διεθνής θεωρία – Τα τρία ρεύματα σκέψης».
Από κράτος σε κράτος, η διείσδυση επιχειρείται είτε υπόρρητα είτε απροκάλυπτα, μέσω ιδρυμάτων είτε θρησκευτικών είτε άλλης ιδιοσυστασίας, είτε με πολιτικούς είτε με οικονομικούς όρους, είτε μέσω ευθείας στρατιωτικής απειλής είτε μέσω πολέμου δι’ αντιπροσώπων και κατατριβής. Η επιλογή της «μεθοδολογίας» εξαρτάται από το ιστορικό κεκτημένο της χώρας, το επίπεδο γραφειοκρατικής οργάνωσης, τη γεωγραφία και άρα την εγγύτητα προς την Τουρκία, και εντέλει τις αντιστάσεις του κάθε πολιτικού συστήματος και της κάθε κοινωνίας.
Στην Τυνησία το πλαίσιο δράσης είναι η θρησκεία επί τη βάσει της μερικώς εμπεδωμένης εθνικής συνείδησης, της τουρκικής αδυναμίας προβολής ισχύος και ενός πολιτικού συστήματος που ακόμη κλυδωνίζεται μετά την αποχώρηση του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι. Στην Ελλάδα ποιο είναι το πλαίσιο δράσης; Ή μήπως δεν υπάρχει; Ότι είναι υπόρρητο (θέλω να πιστεύω) δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Εκτός αν όντως και συντεταγμένα έχουμε καταλήξει –μεταξύ πολλών άλλων– στο ότι:
- Η υποστήριξη συμπερίληψης της Τουρκίας στο σχεδιασμό για τον αγωγό EastMed εξυπηρετεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
- Η στρατηγική σύμπραξη με το Ισραήλ πρέπει να καταδικαστεί προς τιμήν του παλαιστινιακού αγώνα.
- Το Καστελόριζο ανήκει στην Ανατολική Μεσόγειο και η Ελλάδα δεν δικαιούται να διεκδικεί το οτιδήποτε.
- Η Ελλάδα καταπιέζει τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και οφείλει να απολογηθεί προς τη «διεθνή κοινότητα».
- Το «Σχέδιο Ανάν» ήταν μια χαμένη ευκαιρία και οι Έλληνες της Κύπρου θα λογοδοτήσουν στην ιστορία για το «Όχι».
- Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι παντελώς άχρηστα και προκαλούν τους Τούρκους.
- Αναλόγως προκλητική είναι και η στρατιωτικοποίηση των νησιών (ενδεχομένως σε αυτό το επιχείρημά τους να συμπεριλαμβάνουν και τη Σαλαμίνα).
- Πρέπει να υιοθετήσουμε «πολιτική ήπιας ισχύος» έναντι της Τουρκίας και να πάψουμε να είμαστε επιθετικοί (ειρήσθω εν παρόδω, αν ο κοινωνός της εν λόγω άποψης εννοεί την ήπια ισχύ όπως την εννοούν οι μεγάλες δυνάμεις και την έχει ορίσει η θεωρία εδώ και δεκαετίες, τότε προσυπογράφω τη συγκεκριμένη τοποθέτηση).
Αυτά υποστηρίζονται καθημερινά από πρώην υπουργούς, καθηγητές και πάσης λογής «αναλυτές». Έχουμε να απαντήσουμε κάτι ή μας ενδιαφέρει μόνο το ποδόσφαιρο; Εδώ έρχεται η συζήτηση για τις εσωτερικές αντιστάσεις της κοινωνίας, οι οποίες ιστορικά αποδείχθηκαν αυξημένες. Σήμερα;