Μεγάλο πόνο και καημό έχω για τα παιδιά μας. Θέλω να τα βλέπω σαν όμορφα καραβάκια που χαράζουν την πορεία τους μέσα στη θάλασσα της ζωής και πορεύονται. Σαν σκαριά γερά και καλοφτιαγμένα που αρμενίζουν στη ρότα τους είτε τα πέλαγα είν’ ήρεμα, είτε φουρτουνιασμένα. Σπαράζει η καρδιά μου όταν βλέπω καραβάκια τσακισμένα με πανιά κουρελιασμένα, κατάρτια σπασμένα και ξάρτια μπλεγμένα. Πλεούμενα που τα παίρνουν οι καιροί και τα θαλασσοδέρνουν∙ καρυδότσουφλα, έρμαια των κυμάτων, μακριά απ’ τη ρότα τους ή ριγμένα σε ξέρες.
Κι αφού έτσι βλέπω τα πράγματα και τέτοια είν’ η παρομοίωση που κάνω, άλλον καλύτερο δικαστή δεν βρίσκω για να μας δικάσει, από τον ποιητή της θάλασσας.
Να μας δικάσει, εννοώ, για τα εγκλήματα που κάνουμε στην παιδεία των νέων μας και για την ανείπωτη κατάντια της εκπαίδευσης σε όλες της τις βαθμίδες. Μίλα μας, λοιπόν, κυρ-Νικόλα Καββαδία ως έμπειρος ναύτης. Δώσε μας ένα σήμα ως ασυρματιστής επιμελής. Έλα ως ποιητής, για να καταισχύνεις τη μωροφιλοδοξία των άσοφων καθηγητών και των κενόδοξων ηγητόρων.
Νά τι γράφει λοιπόν ο Καββαδίας στο ποίημά του με τίτλο «Παραλληλισμοί»:
Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.1
Δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς το παραμικρό στον συντριπτικό λόγο του ποιητή. Προσωπικά, δεν έχω καμιά όρεξη ν’ απευθυνθώ στους ιθύνοντες∙ είναι ατελέσφορο. Ούτε και σε σας απευθύνομαι που μια χαρά πάτε και τους ψηφίζετε κι ύστερα κάνετε δήθεν κριτική και παραπονιέστε για τις καταστάσεις σαν τις μωρές παρθένες. Δεκάρα δεν δίνω για τα κροκοδείλια δάκρυά σας∙ για τη βολή σας μόνο νοιάζεστε, αλλά έννοια σας ότι κι αυτήν θα την χάσετε, αν δεν την χάσατε ήδη…
Για τα παιδιά, όμως, ενδιαφέρομαι. Αυτά είν’ η έγνοια μου, γιατί κρατούν στα χέρια τους το μέλλον της πατρίδας.
Αν λοιπόν είχα δικαίωμα για ένα πράγμα να τα παρακαλέσω, θα διάλεγα να τους πω να κρατήσουν ζωντανή με κάθε τρόπο τη φλόγα της ευλογημένης τους περιέργειας. Να μην θάψουν κάτω από την καλοπέραση και την αναζήτηση της ευκολίας και των απολαύσεων το ερευνητικό κι εξερευνητικό τους πνεύμα. Να μην αρκούνται σε αυτά που δολίως και σχεδιασμένα τους προσφέρονται, αλλά με καθαρό μυαλό, ορμή ακαταπόνητη και υψηλοφροσύνη να ψάχνουν μόνα τους γνώση και λόγο ποιοτικό.
Αφήστε κατά μέρος, για παράδειγμα, παιδιά, τις συζητήσεις για το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αργία η γιορτή των Τριών Ιεραρχών μας. Δεν είναι εκεί η ουσία. Εσείς επικεντρωθείτε στο προκείμενο. Ποιοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες; Τι έκαναν στη ζωή τους; Τι γραπτά μάς άφησαν; Ψάξτε λοιπόν στις βιβλιοθήκες, ή με κάθε εργαλείο που σας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Δείτε όχι τόσο τι λένε οι άλλοι γι’ αυτούς· προπάντων δείτε οι ίδιοι, από μόνοι σας διαβάστε τα αθάνατα λόγια τους. Μια στο κείμενο της παλιάς μας γλώσσας, μια στη μετάφραση. Στη μετάφραση και πάλι δίπλα στο πρωτότυπο, ότι άλλη αξία και νοστιμάδα και πιο πλούσιες αποχρώσεις έχει ο λόγος στην πρωτότυπή του μορφή. Πάρε μονάχο σου παιδί μου και διάβασε! Ούτε ανήμπορο, ούτε αγράμματο είσαι… Ποιος θα σου τ’ απαγορέψει;
Ερεύνησε με πάθος και περιέργεια! Νά, τέτοια αγαθή περιέργεια είχε ο Όσιος Εφραίμ από τη Συρία για το ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μεγάλος Ιεράρχης που τον λένε Βασίλειο.
Και τότε του έστειλε ο Θεός ένα όραμα. Είδε, λέει, μια στήλη από φωτιά που ξεκινούσε από τη γη κι ανέβαινε στον ουρανό. Κι άκουσε φωνή μεγάλη να λέει: «Εφραίμ, Εφραίμ, σαν αυτήν την πύρινη στήλη, τέτοιο πράγμα είναι ο Μέγας Βασίλειος». Και στο ονομαστό βιβλίο που ονομάζεται Φιλοκαλία ο Μέγας Βασίλειος καλείται: «το του Χριστού στόμα, ο στύλος της Εκκλησίας, ο μέγας Πατήρ ημών».2
Δεν σου κινούν την περιέργεια αυτά τα πράγματα; Διάβασε, λοιπόν, μόνο σου παιδί μου την ομιλία του Μ. Βασιλείου πάνω στον πρώτο ψαλμό του Δαυίδ. Για να δεις, ας πούμε, τι συμβουλεύει ο Άγιος για το πώς πρέπει να είναι το σχολείο και τα μαθήματά σου. Το στενόχωρο και τ’ αγχωτικό μάθημα, λέει ο Άγιος, δεν αφομοιώνεται απ’ τον μαθητή. Μόνο αυτά που μαθαίνουμε «μετά τέρψεως και χάριτος»3 γίνονται κτήμα μας. Πώς θα ήταν, λοιπόν, το σχολείο και το πανεπιστήμιο αν ενστερνιζόμασταν αυτά που λένε οι Τρεις Ιεράρχες και οι πατέρες της Ορθοδοξίας μας;
Δεν λογαριάζουμε Χριστό και Πατέρες∙ γι’ αυτό κάναμε και τα σχολεία και την πατρίδα αυτό που λέει ο Καββαδίας στο ποίημά του.
_____
1. Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, ανατ. ΚΒ΄, εκδ. Άγρα, Αθήνα 42013.
2. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τ. Α΄, εκδ. Αθ. Τζελάτη, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1893.
3. Αγίου Βασιλείου Καισαρείας του Μέγα, «Ομιλία εις τον πρώτον Ψαλμόν», PG 29.217.