Επ’ ευκαιρία σχεδόν κάθε συνάντησης ηγέτη μεγάλης δύναμης με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τίθεται επιτακτικά το ίδιο δημοσιογραφικό ερώτημα: «Θα του πει τίποτα και για εμάς; Θα του κάνει καμιά σύσταση; Δεν θα τον μαλώσει επιτέλους;». Συνέβη τις ημέρες συνάντησης Τραμπ-Ερντογάν, Πούτιν-Ερντογάν, και εσχάτως Μέρκελ-Ερντογάν. Σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, η διαπίστωση ότι «δεν του είπε τίποτα» συνοδευόταν με τις αντίστοιχες απογοητεύσεις: «Δεν εκτιμούν το γεγονός ότι τους παραχωρούμε τη Σούδα», «Λησμονούν την κοινή ορθόδοξη παράδοσή μας» ή «Δεν τους φτάνει το μνημόνιο; Πόσο να μας τιμωρήσουν πια;»
Το πώς μας βλέπουν οι μεγάλες δυνάμεις αποτελεί μια τεράστια συζήτηση, η οποία δεν περιγράφεται αποκλειστικά με επιστημονικούς όρους.
Στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες, το καλύτερο μάθημα θα το λάβεις μέσω συζητήσεων «εκτός πλαισίου» γιατί εκεί οι έννοιες συναντούν την εμπειρία με τρόπο απτό και παραδειγματικό. Βρετανός καθηγητής μου, και άλλοτε σύμβουλος βρετανικών κυβερνήσεων για θέματα εξωτερικής πολιτικής, απορούσε κατά το αποκορύφωμα της αμερικανοβρετανικής στρατιωτικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν: «Είναι γελοίο που η Ελλάδα σπαταλά αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά για την άμυνά της, εφόσον αποφεύγει να συμμετέχει επιχειρησιακά στις αποστολές του ΝΑΤΟ. Για ποιο λόγο η Ελλάδα να έχει υπερσύγχρονες φρεγάτες;».
Άρα, δεν υφίστανται διμερή ζητήματα για την Ελλάδα ούτε υπάρχουν διλήμματα ασφαλείας. Η Ελλάδα είναι μέρος του ΝΑΤΟ, εξοπλίζεται, αλλά χωρίς λόγο αφού δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα όπλα της για τις ΝΑΤΟϊκές αποστολές. Στα δε κανόνια των φρεγατών θα πρέπει να κρεμάσουμε πετονιές και να τις στέλνουμε για ψάρεμα. Άλλο λόγο ύπαρξης δεν έχουν.
Φυσικά η εν λόγω επιχειρηματολογία είχε βρει ευήκοα ώτα και στο εσωτερικό, όχι ως προς τις αποστολές του ΝΑΤΟ αλλά ως προς την απουσία ουσιαστικού λόγου πραγματοποίησης εξοπλισμών. Άλλωστε, για την κυρίαρχη εγχώρια ελίτ «οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί τελείωσαν μετά τη λήξη του διπολισμού», και όσοι μιλούσαν για εξοπλιστικά προγράμματα ήταν ακριβώς «παιδιά του Ψυχρού Πολέμου».
Αυτή, όμως, είναι άλλης τάξεως συζήτηση.
Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούμε και δικαιούμαστε να στηριζόμαστε στα ρητορικά αφηγήματα των τρίτων χωρών, φίλιων και μη, καθώς και στα «φιλικά χτυπήματα στην πλάτη». Κατά πόσο μπορούμε και δικαιούμαστε να απαιτούμε από τη Μέρκελ να γνωρίζει το Κυπριακό σε τέτοιο βάθος ώστε να προχωρήσει λ.χ. σε πιέσεις προς τον Ερντογάν ακόμη και μετά την αρχική απάντησή του. Εδώ δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη ο δικός μας Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν ο Ερντογάν του απάντησε (όπως του απάντησε) για τη Συνθήκη της Λοζάνης εντός του ελληνικού Προεδρικού Μεγάρου.
Ας μην έχουμε απαιτήσεις από τους τρίτους, όταν αδυνατούμε να τους επιβάλλουμε κόστος και να προτάξουμε οφέλη για τους ίδιους (με αυτή τη σειρά). Ας αρκεστούμε στις –«πολύ διπλωματικές»– ανακοινώσεις του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών ή στις γνωμοδοτήσεις υπηρεσιών του γερμανικού Κοινοβουλίου, θεσμοί που αμφότεροι έχουν τον ιστορικό ρόλο να απορροφούν τους κραδασμούς της realpolitik των ηγεσιών των κρατών τους.
Δεν υποτιμώ τα προαναφερθέντα. Και αυτά είναι προς τη θετική κατεύθυνση, αρκεί να ξέρουμε πώς να τα αξιοποιήσουμε και βέβαια να έχουμε τη βούληση να πράξουμε κάτι τέτοιο, καθώς η γνωμοδότηση ότι «το τουρκολιβυκό μνημόνιο για τις θαλάσσιες ζώνες παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο» σημαίνει με απλά ελληνικά: «Δεν σας θεωρούμε τρελούς που αντιδράτε, αλλά αυτή είναι η ζωή».
Αν εμείς παρεμποδίσουμε δυναμικά ένα τουρκικό γεωτρύπανο, που ενδεχομένως προσπαθήσει στο μέλλον να επιχειρήσει νότια της Κρήτης, τότε θα έχει αξία να εξασφαλίσουμε διεθνή νομιμοποίηση των ενεργειών μας μέσω της ανωτέρω γνωμοδότησης. Αυτό και μόνο.
Η γνωμοδότηση της υπηρεσίας του γερμανικού Κοινοβουλίου, ή ακόμη και μια ανάλογη δήλωση της καγκελαρίου ή του προέδρου των ΗΠΑ, δεν σημαίνουν ότι το Διεθνές Δίκαιο θα επιβληθεί με κάποιον τρόπο στην Τουρκία. Εξάλλου, ψηφίσματα και γνωμοδοτήσεις έχουμε πλήθος και όσον αφορά την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.