Ανεξάρτητα αν κάποιος υποστηρίζει ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν έξωθεν ή υπήρξαν απόρροια των υψηλών ελλειμμάτων και των εγγενών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας, το αποτέλεσμα είναι ένα: Την επόμενη μέρα, η στρατηγική δέσμευση της Ελλάδας στον γερμανικό παράγοντα είναι σαφώς αυξημένη.
Τι εννοούμε με τον όρο «στρατηγική δέσμευση»; Ότι το κόστος της Γερμανίας από μια πολιτική αγνόησης της Ελλάδας είναι εξαιρετικά περιορισμένο, ενώ δεν συμβαίνει το αντίστροφο.
Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψιν της τις βουλήσεις του Βερολίνου, με τα περιθώρια αντίδρασής της να είναι σαφώς περιορισμένα. Η εν λόγω κατάσταση έχει καλλιεργηθεί με συνέπεια τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά την απαράσκευη είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ, αλλά κορυφώθηκε μετά την υπογραφή και την εφαρμογή των μνημονίων, η οποία εξώθησε την Ελλάδα στη γερμανική στρατηγική μέγγενη ως άλλη προέκταση της Μεσευρώπης.
Είτε επιτηδείως είτε ως αποτέλεσμα μιας κατηφορικής πορείας της ελληνικής οικονομίας, η Γερμανία έχει δορυφοροποιήσει την Ελλάδα, καθώς η δεύτερη αδυνατεί να επιβάλει ακόμη και τη συμμετοχή της σε μια διάσκεψη όπως αυτή του Βερολίνου για τη Λιβύη. Η γερμανική απάντηση ότι «η Διάσκεψη δεν θα ασχοληθεί με θέματα θαλάσσιων συνόρων ή/και πιθανώς δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στη Μεσόγειο» έρχεται μάλλον να επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα δεν αξίζει καν μια σοβαρή απάντηση.
Ωστόσο είναι σε μεγάλο βαθμό και περιπαικτική για το ρόλο της χώρας μας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, δηλαδή στη γειτονιά της, στον περίγυρο όπου η συνέχιση των όλων διεργασιών επηρεάζει τις συνθήκες ασφαλείας για την ίδια. Ας είμαστε ειλικρινείς: Η Ελλάδα έχει πρόταση για την επόμενη ημέρα στη Λιβύη ή στη Συρία;
Για να το πούμε απλά: «Με ποιον είναι»; Οι ενδεχόμενες επιλογές της έχουν την παραμικρή συνοχή μεταξύ τους και διασυνδέονται με την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων;
Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι με τον Χαφτάρ, επειδή είναι αντίπαλος του συνομιλητή του Ερντογάν. Ποιον σπεύσαμε, όμως, να αναγνωρίσουμε και γιατί; Η υποστήριξή μας στον Χαφτάρ έως πού φτάνει; Δεν είμαστε μόνοι μας στο διεθνές σύστημα, ούτε συνιστούμε τον «περιούσιο λαό». Όταν ζητούμε, οφείλουμε να το πράττουμε με όρους πρόκλησης κόστους σε αυτούς από τους οποίους εξαρτάται η έκβαση του «αιτήματος», αναλαμβάνοντας και εμείς το ανάλογο κόστος. Δεν πρόκειται για ρίσκο, αλλά για το νομοτελειακό αποτέλεσμα της περιστολής της θέσης και του ρόλου της Ελλάδας στη Μεσόγειο και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και είναι νομοτελειακό γιατί πολύ απλά απουσιάζουμε γενικώς, χάριν της άγνοιας, της αδιαφορίας και της μικροπολιτικής, ήτοι της διαχείρισης του κομματικού κόστους.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει καταστεί εδώ και πολλά χρόνια παθητικός δέκτης, και αυτό είναι το δραματικό. Στηρίζουμε τον Χαφτάρ στη λογική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος». Αν επικρατήσει η πλευρά του Χαφτάρ, και την επόμενη ημέρα, στο πλαίσιο της κρατικής λογικής, ακυρώσει τη συμφωνία με την Τουρκία αλλά ταυτόχρονα αμφισβητήσει, επί παραδείγματι, την επήρεια της Γαύδου στην οριοθέτηση της ελληνολιβυκής ΑΟΖ, τότε (σαν να βλέπω μπροστά μου τους «αναλυτές») θα ακούμε: «Τελικά ήταν κακή επιλογή να στηρίξουμε τον Χαφτάρ»!
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Δεν λέω ότι κακώς υποστηρίζουμε τη συγκεκριμένη πλευρά. Κάθε άλλο…
Θεωρώ ότι όποια απόφαση λαμβάνουμε, οφείλουμε να την λαμβάνουμε ορθολογικά, συγκροτημένα, και να την εφαρμόζουμε αποφασιστικά. Αν υπάρχει το παραπάνω ενδεχόμενο σενάριο για την έκβαση της κατάστασης στη Λιβύη, με τον Χαφτάρ να γυρνά την πλάτη του στην έχουσα προηγηθεί ελληνική στήριξη, τότε υπαίτιοι θα είμαστε εμείς οι οποίοι δεν θα έχουμε τώρα διαμορφώσει το ανάλογο πλαίσιο όρων και προϋποθέσεων στρατηγικής ευθυγράμμισης.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με τα μνημόνια, άλλωστε… Έως ότου αποφασίσουμε πως θα αξιοποιούσαμε τις δυνατότητες πρόκλησης κόστους, τις οποίες διαθέταμε, φθάναμε σε αποφάσεις απεμπόλησης των εν λόγω δυνατοτήτων υπό ασφυκτικές χρονικές πιέσεις. Έτσι, όταν σκεφτόμασταν το 2012 τις δυνατότητες που είχαμε το 2010, αντιλαμβανόμασταν πλέον –ελλείψει κατάλληλου και έγκαιρου στρατηγικού σχεδιασμού– ότι είχαμε μετατραπεί σε πιόνια και προτιμούσαμε να επιρρίπτουμε ευθύνες εκατέρωθεν στο εσωτερικό αντί να δούμε «τώρα τι κάνουμε». Το ίδιο συνέβη και το 2015 εν σχέσει με την κριτική του 2012, και ούτω καθεξής… Εξάλλου, το πολιτικό σύστημα είναι «ένα και προβληματικό» ανεξαρτήτως των επιμέρους διαφοροποιήσεων.