Η υπόθεση δολοφονίας της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο που συγκλόνισε το πανελλήνιο τον Νοέμβριο του 2018, εξετάζεται από σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Στο εδώλιο κάθονται δύο κατηγορούμενοι, ηλικίας 20 και 21 ετών, ένας Έλληνας και ένας Αλβανός. Και οι δύο κατηγορούνται για ανθρωποκτονία και βιασμό της 21χρονος φοιτήτριας. Η δίκη διεξάγεται υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στην Αθήνα, κατόπιν αιτήματος του Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου ο οποίος ζήτησε την μεταφορά της υπόθεσης επικαλούμενος λόγους ασφαλείας και διασάλευσης της δημόσιας τάξης , στην περίπτωση που η δίκη διεξαγόταν στην Ρόδο όπου και διαπράχθηκε το έγκλημα.
Οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη ζητούν από το δικαστήριο να τιμωρηθούν οι δράστες όπως πρέπει και να μην υπάρχει επιείκεια.
Να μείνουν ισόβια στη φυλακή, είπε ο πατέρας της, όπως ισόβιος είναι και ο πόνος της οικογένειάς του.
Στη δίκη έχουν κληθεί να καταθέσουν περίπου δέκα μάρτυρες.
Το βούλευμα της υπόθεσης: Η άρνηση του θύματος που οδήγησε στην άγρια εξόντωση του
Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου επικαλούμενο τα στοιχεία της πολύμηνης έρευνας φωτίζει όσα έγιναν λίγες ώρες πριν βρεθεί η σωρός της φοιτήτριας. Στις σελίδες του περιγράφονται οι άγριες, μαρτυρικές στιγμές που πέρασε στα χέρια των δύο δραστών η νεαρή φοιτήτρια ενόσω βρισκόταν στο εξοχικό σπίτι του μεγαλύτερου σε ηλικία δράστη στην περιοχή της Λίνδου.
Ο χρόνος για την Ελένη Τοπαλούδη άρχισε να μετρά αντίστροφα τη νύχτα της 27ης Νοεμβρίου 2018 όταν «ο πρώτος κατηγορούμενος (20χρονος), ο οποίος γνώρισε την παθούσα Ελένη Τοπαλούδη του Ιωάννη προ μίας περίπου εβδομάδας, και ο 21χρονος συγκατηγορούμενός του, έχοντας προαποφασίσει να τελέσουν από κοινού το αδίκημα του βιασμού εναντίον της» κατόπιν ηλεκτρονικής συνεννόησης μαζί της , «μετέβησαν στην οικία της, η οποία ευρίσκετο στην πόλη της Ρόδου επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, με όχημα ιδιοκτησίας του πατέρα του δεύτερου κατηγορουμένου, παρέλαβαν την παθούσα και μετέβησαν στην εξοχική κατοικία των γονέων του δεύτερου κατηγορουμένου στην περιοχή των Πεύκων Λίνδου».
Η Ελένη Τοπαλούδη αρνήθηκε την συνουσία με τους δύο δράστες. Έτσι απειλήθηκε με ένα μαχαίρι και χτυπήθηκε με αλλεπάλληλες γροθιές στο πρόσωπο βάναυσα από τους δύο νεαρούς οι οποίοι την βίασαν .
Οι στιγμές που έζησε η φοιτήτρια στο σπίτι-κολαστήριο αναφέρονται λεπτομερώς στο βούλευμα, «ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της, λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, εξανάγκασαν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις. Στην προβαλλόμενη δε άρνηση της παθούσας να προβεί στην ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν έντονη ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες, γρονθοκόπησαν αυτή με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, η Τοπαλούδη «ανακτώντας μετά από λίγο τις αισθήσεις της , δήλωσε στους κατηγορούμενους την πρόθεσή της να τους καταγγείλει στην αστυνομία, πυροδοτώντας έτσι το θυμό τους και παράλληλα την ανησυχία τους ότι θα συλληφθούν και θα υποστούν ποινικές κυρώσεις για την ανωτέρω συμπεριφορά τους. Ενόψει αυτής της δυσάρεστης για εκείνους προοπτικής, οι κατηγορούμενοι προέβησαν τότε σε στάθμιση των δεδομένων και αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας.. Και ενώ η παθούσα παρέμενε εξασθενημένη και σε σχεδόν λιπόθυμη κατάσταση εξαιτίας του βαρέως τραυματισμού της, ο οποίος είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του βιασμού, οι κατηγορούμενοι αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση, ενώ επιπλέον επιχείρησαν να την θανατώσουν και διά στραγγαλισμού».
Όπως αναφέρεται στο βούλευμα, «παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, οι κατηγορούμενοι επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή στο αυτοκίνητο προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας».
Οι κατηγορούμενοι πήγαν σε βραχώδη παραλία στην περιοχή της Λίνδου και έριξαν την εξουθενωμένη και ήδη βαριά χτυπημένη Ελένη στον γκρεμό, από ύψος περίπου 10 μέτρων πάνω από την θάλασσα. Η μάχη του κοριτσιού ήταν πλέον άνιση καθώς «οι ήδη προκληθείσες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, η διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και το οίδημα από τα χτυπήματα στο κεφάλι της, καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει. Ο θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη “επήλθε συνεπεία πνιγμού”».
Οι κατηγορούμενοι οι ισχυρισμοί τους και η «απάντηση» του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου
Οι δύο νεαροί είναι μόνιμοι κάτοικοι Ρόδου. Ο μεγαλύτερος, μέλος εύπορης οικογένειας του νησιού και ο νεαρότερος, γιος τεχνίτη. Είναι φίλοι με κοινό ενδιαφέρον τις πολεμικές τέχνες . Και οι δύο έκαναν συστηματική άθληση ενώ στις σελίδες τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλουν με συνεχόμενες φωτογραφίες τα γυμνασμένα σώματα τους. Ο νεαρότερος είναι κατηγορούμενος και σε άλλη υπόθεση βιασμού νεαρού κοριτσιού με ειδικές ανάγκες , που φέρεται να διαπράχθηκε ελάχιστες ημέρες μετά την δολοφονία Τοπαλούδη.
Στο βούλευμα αναφέρεται πως οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους ενώπιον της Ανακρίτριας, αρνούνται τις κατηγορίες ισχυριζόμενοι πως η ερωτική συνεύρεση με την παθούσα υπήρξε συναινετική και όχι προϊόν βίαιου εξαναγκασμού και επιρρίπτοντας την ευθύνη ο ένας στον άλλον για την ανθρωποκτονία «περιορίζοντας έκαστος τον εαυτό του σε ρόλο απλού παρατηρητή, αδύναμου δήθεν να αντιδράσει στο βίαιο ξέσπασμα του συγκατηγορουμένου του».
Στο βούλευμα τονίζεται «αναφορικά με την δήθεν συναίνεση (ή ακόμη και πρωτοβουλία) της παθούσης για την τέλεση των προαναφερόμενων γενετήσιων πράξεων θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκδοχή αυτή των γεγονότων δεν συνάδει με την συμπεριφορά της παθούσας, τόσο αμέσως πριν όσο και κατά τη διάρκεια της συνάντησής της με τους κατηγορούμενους».
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ένορκη κατάθεση φίλης της ενώπιον των αξιωματικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ρόδου, περί ώραν 01.07′ η Ελένη Τοπαλούδη της έστειλε γραπτό μήνυμα από το κινητό της τηλέφωνο μέσω της εφαρμογής messenger, στο οποίο ανέφερε αυτολεξεί «Πάρε με σε μια ώρα τηλ.», γεγονός το οποίο καταδεικνύει την έλλειψη διάθεσης από πλευράς της θανούσης να παραμείνει στο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα και να τελέσει γενετήσιες πράξεις με τους κατηγορούμενους, έλλειψη διάθεσης η οποία μαρτυρά περαιτέρω την δυσφορία και τον φόβο που της προκαλούσε η εν γένει συμπεριφορά – των κατηγορουμένων εκείνη τη νύχτα.
Σε ό,τι αφορά δε τις αλληλοκατηγορίες μεταξύ των κατηγορουμένων και την επίρριψη από τον έναν στον άλλο της ευθύνης για την τέλεση της ανθρωποκτονίας σε βάρος της Ελένης Τοπαλούδη, λεκτέον ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προσκρούουν ευθέως στην προκύψασα από το αποδεικτικό υλικό απόλυτη σύμπραξη και σύμπνοια μεταξύ τους και δη τόσο κατά τον βιασμό όσο και κατά τη θανάτωση του θύματος.
Κατά τους δικαστές του Συμβουλίου «η διάρκεια του επίμαχου περιστατικού ήταν τέτοια που κάλλιστα θα μπορούσε όποιος εκ των δύο το επιθυμούσε (αν φυσικά το επιθυμούσε) να αντιδράσει στις ενέργειες του άλλου, να παράσχει βοήθεια στην παθούσα ή έστω να αποχωρήσει από τον τόπο του συμβάντος, αποδοκιμάζοντας έτσι εμπράκτως τη συμπεριφορά του άλλου.
Εξάλλου, η ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες και η σωματική διάπλαση αμφοτέρων ήταν τέτοια που δεν δικαιολογεί την υποταγή του ενός στη βούληση του άλλου, αφού οιοσδήποτε εξ αυτών θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προστατεύσει με τη σωματική του δύναμη την Ελένη Τοπαλούδη, εφόσον πράγματι το επιθυμούσε, εμποδίζοντας μέρος έστω εκ των πλειόνων επιθέσεων σε βάρος της, επιθέσεις οι οποίες έλαβαν μάλιστα χώρα με πλείονα μέσα πλήξης, τα οποία εναλλάσσονταν (χτυπήματα με τα χέρια, με σίδερο σιδερώματος κοκ) μέχρι και την τελική ρίψη της στη θάλασσα».
Τονίζουν μάλιστα πως οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων καταρρίπτονται και από την «πρακτικώς αναγκαία σύμπραξή τους κατά την ρίψη της ζωντανής ακόμη παθούσης στο νερό, η επιστροφή αμφοτέρων στο σπίτι στους Πεύκους όπου επιδόθηκαν σε προσπάθειες καθαρισμού του χώρου και συγκάλυψης του εγκλήματος και, τέλος, η απροθυμία αμφοτέρων να σπεύσουν άμεσα στην αστυνομική αρχή και να καταγγείλουν την πράξη, αποτελούν αδιάσειστους ενδείκτες κοινού δόλου των κατηγορουμένων».