Είχαμε την ελπίδα ότι η κρίση που εμφανίστηκε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια θα λειτουργούσε παιδευτικά, και άρα λυτρωτικά για την πατρίδα μας.
Ότι δηλαδή πολιτικό σύστημα, κόμματα, οι λεγόμενες οικονομικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές ελίτ, ο δημοσιογραφικός κόσμος και η ίδια η κοινωνία, που ειδικά η τελευταία, δηλαδή οι απλοί Έλληνες πολίτες, πληρώνουμε μεγάλο τίμημα, θα είχαμε μελετήσει τα αίτια της κρίσης και αυτό από μόνο του είναι μια θεραπευτική διαδικασία.
Γιατί όπως μου είχε πει ένας Έλληνας μουσουλμάνος της περιοχής Τόνγιας (Θοανίας) Τραπεζούντας, σε ένα ταξίδι μου εκεί τη δεκαετία του 1990, αναφερόμενος στα παθήματα των δικών του, «για να μαθάν’τ’ς πρέπει να παθάν’τ’ς», που σημαίνει «για να μάθεις, πρέπει να πάθεις».
Εμείς όμως στην Ελλάδα του 2020, μετά από δέκα χρόνια παθημάτων, δεν φαίνεται ότι διδαχτήκαμε από αυτά και μάλλον δεν μάθαμε.
Το θέμα μας είναι η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ.
Το πρώτο που έγινε λάθος, είναι η δημιουργία προσδοκιών ότι στο ταξίδι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα κάνει δηλώσεις υπέρ της Ελλάδας και κατά της Τουρκίας. Δεν γνωρίζω ποιος καλλιέργησε αυτές τις προσδοκίες, αν δηλαδή τις καλλιέργησαν «κύκλοι του Μαξίμου» ή αν αυτό έγινε κατά παράδοση, κυρίως από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ.
Πάντως ήταν τραγικό λάθος, κυρίως για δύο λόγους.
- Πρώτον, είναι υποτιμητικό για μια χώρα και τον ηγέτη της να πηγαίνει σε μια άλλη και να ζητάει από τον ηγέτη της χώρας αυτής να «τραβήξει το αυτί του γείτονα». Αυτό στην ουσία είναι εξευτελισμός. Οι χώρες προστατεύουν μόνες τους τα συμφέροντά τους, και υποστηρικτικά λειτουργούν οι συμμαχίες. Είναι τραγικό λάθος να περιμένεις από τον άλλον να σε σώσει.
- Δεύτερον, είναι σχεδόν παράλογο να περιμένεις από μια υπερδύναμη να πάρει τη θέση της μιας ή της άλλης χώρας, ανάμεσα σε δύο συμμάχους και μάλιστα στον ίδιο οργανισμό, όπως είναι το ΝΑΤΟ. Τουναντίον, όταν θέτεις τέτοιο θέμα ανοίγεις το δρόμο στην υπερδύναμη να σου πει «ωραία, αφού έχετε προβλήματα, εγώ δεν παίρνω τη θέση κανενός, σας καλώ να τα βρείτε». Και ξέρουμε όλοι μας τι σημαίνει αυτό. Από τη στιγμή που η Τουρκία επιτίθεται και απαιτεί και η Ελλάδα προσπαθεί να αμυνθεί, αυτό σημαίνει να δώσει η Ελλάδα κάτι, για να ικανοποιηθεί η Τουρκία. Παρεμπιπτόντως, αυτά τα πράγματα, δηλαδή το να βάλεις τις ΗΠΑ να βοηθήσει την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, γίνονται, αλλά δεν γίνονται με τον τρόπο που περιέγραψα παραπάνω. Γίνονται από τις λεγόμενες ομάδες πίεσης και ονομάζεται lobbying, για το οποίο η Τουρκία δαπανά πολλά εκατομμύρια και η Ελλάδα ελάχιστα.
Όμως μικρό το κακό θα έλεγα, αφού ειδικά στις ΗΠΑ διαθέτουμε την ελληνική ομογένεια, η οποία έχει τέτοια δύναμη και δυναμική που θα μπορούσε να συγκυβερνά τις ΗΠΑ. Όμως ακόμα κι αυτό να πετύχει, η ελληνική ομογένεια για να βοηθήσει την Ελλάδα θα πρέπει στην Αθήνα να ξέρουμε τι θέλουμε ως χώρα και ως ελληνισμός.
Γιατί το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα, αν και είναι μια πρόοδος, είναι απόδειξη ότι η Αθήνα –και εννοώ το κατεστημένο που στην κυριολεξία κατέστρεψε την Ελλάδα και τον ελληνισμό– όχι μόνο δεν θέλει, αλλά και φοβάται να αγκαλιάσει και να εκφράσει ολόκληρο τον ελληνισμό.
Αυτά που ακούσαμε κι αυτά που διαβάσαμε κυρίως από αριστερούς πολιτικούς και σχολιαστές, που επέβαλαν την εθνοκτόνο και ελληνοφοβική πρόνοια της απουσίας των 30 ετών και δύο ετών παραμονής στην Ελλάδα, για να έχουν δικαίωμα ψήφου οι Έλληνες του εξωτερικού, δείχνουν ότι για πολλούς ο Εμφύλιος όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά τον συντηρούν και τζογάρουν πολιτικά και επαγγελματικά σ’ αυτόν.
Πάμε τώρα στην περίφημη συνέντευξη Τύπου.
Πριν καν αρχίσει η συνέντευξη, ορισμένοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης, που είναι τόσο ευτελείς όσο τα παιχνίδια που βρίσκαμε στα γαριδάκια, καλούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συγκαλέσει συμβούλιο αρχηγών, λόγω της εθνικής τραγωδίας που συνιστούσε η επίσκεψη Μητσοτάκη.
Το πράγμα κορυφώθηκε μετά τη συνέντευξη.
Πριν από λίγες μέρες, και συγκεκριμένα παραμονές Χριστουγέννων, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η Ελλάδα είναι ένα μη βιώσιμο κράτος.
Η δήλωση εκείνη με προβλημάτισε. Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το έβγαλε από το κεφάλι του και ότι αυτή είναι εκτίμηση του τουρκικού κράτους, που στηρίζεται σε αναφορές και μελέτες της πρεσβείας της Τουρκίας στην Αθήνα και όχι μόνο.
Ακριβώς τέτοιες δηλώσεις και συμπεριφορές μελετούν οι Τούρκοι διπλωμάτες και πολιτικοί επιστήμονες και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι ένα μη βιώσιμο κράτος.
Δηλαδή, προτού ο Έλληνας πρωθυπουργός αναχωρήσει από τις ΗΠΑ για την Ελλάδα, δέχτηκε απίστευτη κριτική η οποία εκτός των άλλων είναι αστήρικτη και πολιτικά ευτελής.
Και τα λέει αυτά ένας αρθρογράφος που έχει ασκήσει κριτική –και μάλιστα σκληρή– σε ορισμένες ενέργειες και επιλογές του Κ. Μητσοτάκη, όπως για παράδειγμα στην επιλογή προσώπων που ήταν υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Για την ιστορία, σας θυμίζω: Γιώργος Μαυρωτάς, Μαργαρίτης Σχοινάς, Θόδωρος Σκυλακάκης και φυσικά ο Γιώργος Ζαββός, αδελφός του εκλεκτού και κουμπάρου του Σόρος στην Ελλάδα…
Και για να μην ξεχνιόμαστε, η κριτική, πέραν της ουσίας, έχει την πολιτική της πτυχή. Ο Κ. Μητσοτάκης στην κυριολεξία χρωστάει την αυτοδυναμία σε εκείνους που αντιστάθηκαν και κατήγγειλαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και όφειλε να είναι έντιμος μαζί τους, κρατώντας μακριά από την κυβέρνηση τους… μηδίσαντας, και μια άλλη πιο συνεπή στάση στην ίδια την κατάπτυστη συμφωνία.
Όλοι αυτοί που έκαναν κριτική, λοιπόν, θα έπρεπε καταρχάς να περιμένουν την έλευση του πρωθυπουργού στην Ελλάδα, την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών από αυτόν για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, και στη συνέχεια, αφού μελετούσαν την ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, να ασκούσαν κριτική, η οποία είναι και η πεμπτουσία της δημοκρατίας αλλά και της προόδου.
Κλείνω με την ελπίδα να προβληματιστούν οι αναγνώστες μας για τον επαρχιωτισμό και την αυτοκαταστροφική μανία των πολιτικών και των δημοσιογράφων μας, αλλά και από τη δήλωση του Τσαβούσογλου, που μας είπε κατάμουτρα ότι σύμφωνα με την εκτίμηση της Άγκυρας, η Ελλάδα είναι ένα μη βιώσιμο κράτος.
Μένει σε όλους μας να αποδείξουμε ότι κάνει λάθος.
Καλή χρονιά.