Από το ρήμα αναλλάζω, που σημαίνει και ότι αντικαθιστώ τα καθημερινά ρούχα με άλλα, πιο εορταστικά, προέρχεται το ουσιαστικό αναλλαγάδιν (ή αναλλαγάδ’) της ποντιακής διαλέκτου.
Σύμφωνα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντιακής διαλέκτου, πρόκειται για την πολυτελή ενδυμασία, που τη φορούσαν σε γιορτές και επίσημες ημέρες («εφτωχόν, όταν ‘κ’ έχ’, φορεί τ’ αναλλαγάδα τ’» λέει το γνωμικό).
Επίσης, με την ίδια λέξη περιγράφονται το στολίδι και το κόσμημα, αλλά και η πολυτελής ιερατική ενδυμασία.