Με το παρατσούκλι Ψωροκώσταινα αναφέρεται η Πανωραία Χατζηκώστα (ή Χατζηκώσταινα), που κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια των Κυδωνιών Μ. Ασίας (Αϊβαλί).
Μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού από τον τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 για να εκδικηθεί την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό, κατέφυγε στο Ναύπλιο.
Σήμερα το παρατσούκλι της χρησιμοποιείται απαξιωτικά, για να αποδώσει την κακομοιριά και την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας.
Συχνά χρησιμοποιείται η λέξη «Ψωροκώσταινα» όταν γίνεται περιγραφή του ελληνικού κράτους ως κράτος φτωχό, που βασίζεται κυρίως στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του, παρά στη σωστή οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του.
Συχνά δε χρησιμοποιείται η έκφραση: «θα τα πληρώσει η Ψωροκώσταινα» με την έννοια της αναίτιας επιβάρυνσης του ελληνικού λαού που καλείται από το υστέρημά του να καλύψει υποχρεώσεις προερχόμενες από λανθασμένες ενέργειες και παραλείψεις των κυβερνώντων. Η ίδια όμως η Πανωραία Χατζηκώστα υπήρξε μια ηρωική και αξιέπαινη Ελληνίδα, που έζησε στα δύσκολα χρόνια της Επανάστασης.
Το 1821 μεγάλο μέρος του πληθυσμού του Αϊβαλιού σφαγιάστηκε, και όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στα Ψαρά. Ο άντρας της, Κώστας Αϊβαλιώτης, που υπήρξε πλούσιος έμπορος της περιοχής, σφαγιάστηκε από τους Τούρκους μπροστά στα μάτια της άτυχης Πανωραίας, όπως ακριβώς και τα τέσσερα παιδιά της. Η ίδια ήταν η μόνη που σώθηκε απ’ τη μανία των Τούρκων, και κατέφυγε αρχικά στα Ψαρά, απ’ όπου απέκτησε και το προσωνύμιο Ψαροκώσταινα.
Εκεί βρέθηκε πάμφτωχη και ολομόναχη, όμως οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών – εικ. αριστερά) την βοήθησαν και την προστάτεψαν.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και έφθασε στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824, όμως, ο προστάτης της πέθανε από τύφο. Από κει κι έπειτα την άλλοτε αρχόντισσα την περίμενε ένας αβάσταχτος αγώνας επιβίωσης. Εργάστηκε ως πλύστρα, ακόμα και ως αχθοφόρος και όπου αλλού την προσλάμβαναν, και παρά τα μεγάλα της προβλήματα, ανέλαβε την προστασία διαφόρων ορφανών παιδιών των αγωνιστών της Επανάστασης, για την ανατροφή των οποίων αναγκάστηκε να καταφύγει ακόμα και στην επαιτεία.
Στο κατόπι της ζητιάνας έτρεχαν συχνά τα χαμίνια της παραλίας που παραφράζοντας το προσωνύμιο που απέκτησε στα Ψαρά, την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Η «Ψωροκώσταινα» το 1826, παρά την άθλια οικονομική της κατάσταση, όταν έμαθε πως θα διενεργηθεί έρανος για την ενίσχυση των αποκλεισμένων μαχητών της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, πρώτη απ’ όλους πρόσφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έγινε στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, λέγοντας: «Δεν έχω τίποτε άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Τότε κάποιος από το πλήθος αναφώνησε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της», και τότε ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο και όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να προσφέρουν στον έρανο ό,τι μπορούσε ο καθένας από το υστέρημά του.
Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε –γριά πια και με σαλεμένο το νου από τον πόνο και τις στερήσεις– να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.
Κι εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν.
Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, κάποιος σε συνεδρίαση της συνέλευσης παρομοίασε το ελληνικό Δημόσιο με την Ψαροκώσταινα και εισήγαγε το συσχετισμό αυτόν, που παρέμεινε ως έκφραση. Αργότερα, επί βασιλείας του Όθωνα, οι αγωνιστές ειρωνεύονταν τη βαυαρική αντιβασιλεία αποκαλώντας την «Ψωροκώσταινα». Όμως και οι κύκλοι της αντιβασιλείας ειρωνευόμενοι συχνά ανταπαντούσαν σε κάθε έκκληση βοήθειας απ’ το κράτος: «όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν».
- Πηγή: mnimesellinismou.com.