Οι αρχαίοι άνθρωποι είχαν συνήθειο να γιορτάζουν όλα εκείνα τα πράγματα που τους φαίνονταν μυστήρια, ακατανόητα, ή ακόμα κι επικίνδυνα. Με τις γιορτές θέλανε να ξορκίσουν, φαίνεται, το κακό και να διασκεδάσουν την άγνοια και την απορία τους.
Μια χαρμολύπη, λοιπόν, μου φέρνει η σκέψη ότι κι η αλλαγή του έτους κι η Πρωτοχρονιά που ετοιμαζόμαστε πάλι να γιορτάσουμε, είναι μια τέτοια γιορτή.
Γιορτάζουμε κάτι σχετικό με το μέγεθος που ονομάσαμε χρόνο∙ κάτι που οι ίδιοι μας τεχνουργήσαμε για να καταγράφουμε, να μελετάμε, και με δόκιμο τρόπο να ερμηνεύουμε τις μεταβολές μέσα στη ζωή και το περιβάλλον μας. Γιατί οι μεταβολές είναι που νοηματοδοτούν την ύπαρξη αυτού του φυσικού μεγέθους, αυτής της διάστασης που τη λέμε χρόνο. Χωρίς αυτές τι νόημα θα είχε ο χρόνος; Τι ακριβώς θα μετρούσαμε με τις μονάδες μέτρησής του;
Έτσι πραγματεύεται το ζήτημα κι ο ανεπανάληπτος κυρ-Φώτης Κόντογλου σ’ ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα Ελευθερία ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1952. Γράφει: «Ο καιρός είναι ένα πράγμα άπιαστο και κατά βάθος ακατανόητο. Το μυαλό μας κ’ η καρδιά μας τον νοιώθουνε από τις αλλαγές που γίνονται στον κόσμο. […] Τον καιρό τον νοιώθουμε πιο δυνατά από το πάλιωμα κι από το γήρας, που αλλάζουνε τα νεαρά και τα ζωντανά πλάσματα, κι αυτή την αλλαγή την καταλαβαίνουμε σκληρά. Τον νοιώθουμε κι από την καινούργιεψη του κόσμου, μα πιο δυνατά τον νοιώθουμε από τη φθορά· και τον νοιώθουμε απ’ αυτήν πιο δυνατά γιατί πονάμε, κι ο πόνος είναι πιο βαθύς από τη χαρά. Γι’ αυτό στεκόμαστε περίφοβοι μπροστά στον καινούργιο χρόνο, μπροστά σ’ ένα τεχνητό χώρισμα που βάλαμε στο πέλαγος του καιρού εμείς οι άνθρωποι, σαν να μην είναι η κάθε μέρα αρχή καινούργιου χρόνου. […] Ο Χρόνος δεν υπάρχει, είναι ένας ίσκιος της φαντασίας. Υπάρχει ο θάνατος».1
Πράγματι, απ’ όλες τις μεταβολές που μετράμε με το χρόνο, αυτή που μας πονάει πιο πολύ είναι η φθορά.
Όλα φθείρονται, όλα αλλοιώνονται με τον καιρό που περνά δίχως επιστροφή∙ προπαντός το σώμα με το οποίο ερχόμαστε όλοι στον κόσμο και ζούμε απάνω στη γη. Για κάθε στιγμή, για κάθε μέρα, για κάθε χρόνο της ζωής μας πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό, ότι τα πράγματα αλλάζουν από ώρα σε ώρα και τίποτε δεν είναι δεδομένο. Ακόμα κι έτσι, όμως, το ξέρουμε πως κάθε μέρα που περνά μας φέρνει πιο κοντά στ’ αναπόδραστο τέλος. Δεν τον αποκαλούσαν, λοιπόν, τυχαία «πανδαμάτορα» το χρόνο οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Αυτός όλα στο τέλος τα δαμάζει, όλα τα κατανικά.
Πολύ φιλοσοφημένα το λένε κι οι περίφημοι Pink Floyd στο τραγούδι τους με τίτλο «Time» (Χρόνος).2 Τραγουδούν σ’ έναν στίχο: «Και τρέχεις, κι όλο τρέχεις να προλάβεις τον ήλιο, αλλ’ αυτός βυθίζεται, κάνει ένα γύρο στον αγώνα δρόμου, για να βγει πίσω απ’ την πλάτη σου ξανά. Ο ήλιος, κατά έναν σχετικό τρόπο, φαίνεται απαράλλακτος, αλλά εσύ είσαι ήδη γηραιότερος, με κοντύτερη ανάσα και κατά μία μέρα πιο κοντά στο θάνατο». Είναι αξιοσημείωτο ότι και για τον ήλιο ακόμα, οι σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν γράφουν ότι μένει ίδιος, αν κι έτσι φαίνεται καθημερινά στα μάτια των βροτών. Αντίθετα, επιμελώς και με πάσα ακρίβεια υπογραμμίζουν πως ο ήλιος δείχνει από μέρα σε μέρα ίδιος «κατά τρόπο σχετικό» («in a relative way»).
Γιατί ακόμα κι αυτός ο ήλιος φθείρεται και γερνά∙ έρχεται με κάθε γήινη ημέρα –που ο ίδιος ορίζει– κοντύτερα στο δικό του τέλος.
Ακόμα κι ο Άγιος τον οποίο τιμούμε την πρώτη μέρα του χρόνου, ο Βασίλειος ο και Μέγας και Ουρανοφάντωρ καλούμενος, έτσι μας τα γράφει κι αυτός με τον γλαφυρό και θεόπνευστο λόγο του: «Η ζωή ξοδεύεται, ακόμα κι αν το γεγονός αυτό διαφεύγει της αντίληψης από τις αισθήσεις μας. Σαν σε κανέναν δρόμο είναι να τρέχουμε οι άνθρωποι, ο καθένας πηγαίνοντας βιαστικά προς το δικό του τέλος…».3
Με τη δύναμη και την ελπίδα που παίρνουμε από τη γέννηση του Χριστού που πριν λίγες μέρες γιορτάσαμε, όμως, η Πρωτοχρονιά γίνεται όντως γιορτή. Η ζωντανή ελπίδα της αιωνίου ζωής διώχνει τις μαύρες σκέψεις. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφ. 5,16) απονευρώνουμε τη φθορά. Διώχνουμε τις σκιές: αυτή την κρυφή θλίψη για τ’ ότι φορτώνουμε άλλον ένα χρόνο στη νεανική –ή την όχι και τόσο νεανική– πλάτη μας∙ κι εκείνη την κρυφή ανησυχία για το τι μας επιφυλάσσει ο καινούργιος χρόνος – που καλώς να ορίσει κι αυτός!
Σαρκώθηκε ο Λόγος που είναι το «Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκ. 22,13), ο Κύριος και Δημιουργός των αιώνων. Εδαμάσθη ο πανδαμάτωρ! Δοξασμένο το Α, ευλογημένο και το Ω! Έρχου, λοιπόν κι εσύ 2020∙ αλλά, κυρίως… «ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22,20). Αμήν!
____
1. Φ. Κόντογλου, «Χρόνος – Ο φθονερός γέρων», στο Ευλογημένο καταφύγιο, εκδ. Άγκυρα, Αθήνα 52015.
2. Pink Floyd, The Dark Side of the Moon, 1973.
3. Αγίου Βασιλείου Καισαρείας του Μέγα, Ομιλία εις τον πρώτον Ψαλμόν, PG 29.221.