Μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα οι μαγαζάτορες ετοίμαζαν τα μαγαζιά τους σ’ όλες τις γειτονιές, ιδίως αυτά που πουλούσαν τρόφιμα, εδώδιμα, αποικιακά, αλλαντικά και κρεατικά. Τα στόλιζαν με πρασινάδες, κλαδιά από μερσίνες, σχίνα, βάγια, δεντρολίβανα και κρομμύδες από τις εξοχές, ζουμπούλια, κατίμαρα μυρωδάτα, ως και μπλίρες. Βάζανε ακόμα και πρόσθετες λάμπες λουξ, με ασετιλίνη. Τις άναβαν και τη μέρα ακόμα, καθώς τέτοια εποχή οι μέρες ήτανε μουντές, χειμωνιάτικες.
Να δώσουν φως, χαρά της επικείμενης γιορτής. Σωστό πανηγύρι στη Λότζα και στο Τσαρσί. Χαρακτηριστική είναι η φράση «Του σαρανταμέρου η μέρα καλημέρα-καλησπέρα».
Όμως καμιά γυναίκα δεν θα βγει να ψουνίσει από μαγαζί. Θα παραγγείλει ό,τι χρειάζεται στον άντρα της το πρωί, πριν φύγει. Αν είναι από εμπορικό, θα πάει ο μανιφατουριέρης τα είδη στο σπίτι, να διαλέξει αυτή, θα κρατήσει ό,τι της αρέσει, θα τα πληρώσει ο άντρας της. Αν είναι φαγώσιμα (από μπακάλικο ή χασάπικο), θα τα παραγγείλει ο αφέντης στα μαγαζιά και θα του τα πάνε σπίτι του οι παραγιοί ή τα παραγιουδάκια με τα ζεμπίλια.
Συνορίζονταν να αγοράσουν πράμα στην καλύτερη ποιότητα. Αν ήταν φαγώσιμο, «το ακριβότερο έρχεται φτηνότερο» ή «το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε». Αν ήταν για να φορεθεί και να χαλάσει γρήγορα, λέγανε «Κυριακής χαρά, Δευτέρας λύπη».
Για τον ρεσπέρη, που τέτοια εποχή δεν είχε τίποτα να κάνει στα χωράφια του, ψούνιζε μόνος του από τα μαγαζιά. Πηγαινοερχόταν ευχαρίστως για τα χουσμέτια της γυναίκας του. Σε δουλειά να βρίσκεται. Περνούσε καμιά φορά και απ’ τον καφενέ.
Στη βουρλιώτικη στολή του, με τη βράκα και το ζουνάρι, είχε μαγκωμένα από τη μια μεριά την παραδοσακούλα του και από την άλλη ένα κόκκινο τετράγωνο μαντίλι με δυο άσπρες αραδίτσες ένα γύρο. Του χρησίμευε για τσάντα στα πρόχειρα ψώνια. Έβαζε ό,τι αγόραζε στο μαντίλι. Έδενε δυο-δυο αντικριστά τις άκριες του μαντιλιού κι από κει το κρατούσε.
Όταν πήγαινε σκόπιμα για ψώνια έπαιρνε από το σπίτι του πάνινα σακουλάκια με φακαρόλα στην άκρη, να σουρώνουνε. Ήταν κι αυτά στη νοικοκυροσύνη της γυναίκας. Αν τα ψώνια ήταν πολλά, έπαιρνε κάποιο παιδί του μαζί να τον βοηθήσει.
Το κρέας όμως, στο χαρτί τυλιγμένο, πήγαινε επιδεικτικά στο ένα χέρι με τη χούφτα προς τα πάνω, με το πακέτο. Έλεγε από την πόρτα: «Γυναίκα σ’ ήφερα μια παρτιά κριάσι» κι εκείνη του απαντούσε: «Καλώς τον κουβαλητή μου!»
Τα μαγαζιά δεν είχαν ωράριο. Άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και σφαλούσαν με το λιοβασίλεμα. Για μεσημεριανό φαγητό τους πήγαιναν από τα σπίτια τους φαΐ, με την καστανιά, κάποιο παιδί ή ο παραγιός. Τις Κυριακές επίσης όλα ανοιχτά. Σπάνια να δεις μαγαζί κλειστό. Κακό σημάδι. Κρέας δεν αγόραζε ο κόσμος σε μεγάλη ποσότητα, αφού όποτε ήθελε, έβρισκε. Δεν υπήρχαν ψυγεία να το διατηρήσουν. Αν ήτανε μεγάλη κακοκαιρία είχανε τον καβουρμά και τις άλλες σοδειές. Γιομάτο το κατώγι.
Στην πατρίδα, τη Μικρασία, δεν συνηθιζόταν τα Χριστούγεννα να ψήνουν γαλοπούλα. Τότε την έλεγαν διάνο, ινδιάνο. Σ’ άλλα μέρη λένε τη γαλοπούλα γάλο, τούρκο ή κούρκο. Να έρθει ξαφνικά μουσαφίρης, θε να σφάξουνε μιαν όρνιθα, μια κότα.
Χριστούγεννα πασχάζανε με βοδινό ή μοσχαρίσιο κρέας που το μαγείρευαν βραστό. Με το ζουμί κάνανε σούπα από ρύζι και αυγολέμονο, «να μαλακώσουν κομμάτι τα μέσα τους», ύστερα από την τρομερή νηστεία.