Για το 2020 ευχόμαστε την αντιστροφή του κλίματος και της πορείας της διεθνούς θέσης της Ελλάδας. Ωστόσο, με ορθολογικά κριτήρια και πέρα από τα ευχολόγια, δυστυχώς αναμένουμε επιδείνωση, καθότι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι «κάθε προηγούμενη δεκαετία και καλύτερα», με τους αριθμούς να είναι αμείλικτοι.
Το 1980 το ελληνικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) ανερχόταν στα 57 δισ. $, ενώ το τουρκικό στα 96.
Το 1990 οι αντίστοιχοι δείκτες ήταν στα 97 δισ. $ και στα 207, το 2000 στα 132 έναντι 273, το 2010 στα 300 έναντι 772, ενώ για το 2018 η Ελλάδα παρουσίασε ΑΕΠ ύψους 218 δισ. $ με την Τουρκία να εμφανίζει 771 δισ., ποσό μάλιστα μειωμένο κατά 100 δισ. εν σχέσει με το 2017. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι το 2013, όταν η εν Ελλάδι οικονομική κρίση βρισκόταν στην κορύφωσή της, το τουρκικό ΑΕΠ βρισκόταν μια ανάσα πριν το 1 τρισ. $.
Είναι περιττό να επισημανθεί ότι η πορεία του δείκτη πλούτου των δύο χωρών αντικατοπτρίστηκε άμεσα στο επίπεδο της υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων, με το πιο απτό παράδειγμα να διαφαίνεται στην περίπτωση των drones, μια τεχνολογία που αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία.
Το Δημογραφικό αποτελεί επίσης μια σοβαρή πληγή, χωρίς βέβαια να φαίνονται διαμέσου των αριθμών δύο βασικά αρνητικά δεδομένα: όσον αφορά την Ελλάδα αποκρύπτεται η απώλεια νέου υψηλής μόρφωσης ανθρώπινου κεφαλαίου προς το εξωτερικό, ενώ στην τουρκική δημογραφία δεν φαίνεται το γεγονός ότι το κουρδικό στοιχείο σημειώνει υψηλότερους δείκτες γονιμότητας από το αμιγώς τουρκικό, αλλά αυτό φαίνεται στα επίσημα συνολικά στατιστικά.
Το 1980 ο ελληνικός πληθυσμός ήταν 9,5 εκατομμύρια, ενώ ο τουρκικός 44. Το 1990 η αναλογία ήταν 10,1 έναντι 55, το 2000 η Ελλάδα είχε 10,8 εκατομμύρια κατοίκους και η Τουρκία 67, το 2010 11,1 έναντι 72, και το 2018 οι εν λόγω αριθμοί ήταν 10,7 και 80 αντιστοίχως.
Και μόνο το γεγονός ότι στα στοιχεία για τον ελληνικό πληθυσμό απαιτείται η υποδιαστολή για να φανούν οι μεταβολές, νομίζω ότι τεκμαίρει πολλά.
Στα ανωτέρω δεδομένα αξίζει να προστεθεί ότι η Τουρκία έχει βασίσει την ανάπτυξή της σε μια ισχυρή βιομηχανική βάση με φθηνό ενεργειακό εφοδιασμό, και όχι φυσικά στα ΕΣΠΑ… Παράλληλα, έχει αυτονομήσει σε μεγάλο βαθμό την αμυντική βιομηχανία της, τη στιγμή που στις δικές μας Ένοπλες Δυνάμεις ελληνικής κατασκευής είναι μόνο τα κορδόνια στα άρβυλα (υπόθεση κάνω, μπορεί και αυτά να εισάγονται). Ας μην θυμηθούμε ότι ο στρατός του Ναπολέοντα στο Βατερλό φορούσε στολές από αγγλικά υφάσματα, απόρροια της προηγηθείσας οικονομικής-εμπορικής παντοδυναμίας του Λονδίνου…
Επιπροσθέτως, η Άγκυρα έχει δομήσει μια πανίσχυρη γραφειοκρατία η οποία διασυνδέει τον κρατικό μηχανισμό με την ιδιωτική πρωτοβουλία, με άξονα την εξυπηρέτηση των δευτερογενών εθνικών συμφερόντων. Η συγκεκριμένη γραφειοκρατία έχει στο επίκεντρο την αύξηση της τουρκικής ισχύος, και εμβληματική παραμένει η πρόσληψη περίπου 700 υψηλά ειδικευμένων επιστημόνων περί τα διεθνή στο υπουργείο Εξωτερικών επί Αχμέτ Νταβούτογλου. Η βάση των ανωτέρω συνίσταται σε μια δεδομένη στρατηγική κουλτούρα και σε ένα υψηλού επιπέδου φρόνημα, σε αντίθεση με την εν Ελλάδι μεταπολιτευτικά καλλιεργηθείσα κουλτούρα αποδόμησης της έννοιας και της αξίας της ασφάλειας.
Το σύνολο των προαναφερθέντων ανατροφοδοτείται από την αντίστοιχη απίσχναση των βασικών αντιπάλων της Άγκυρας. Η μείωση των απειλών επιφέρει διεύρυνση της αντίληψης της Τουρκίας ότι διαθέτει παράθυρο ευκαιρίας για επέκταση και επιβολή. Με άλλα λόγια, όλα τα προηγούμενα συνιστούν πτυχές που απεικονίζουν τη διατάραξη της ισορροπίας ισχύος υπέρ της Τουρκίας, ή –για την ακρίβεια– την εκτίμηση εκ μέρους της τουρκικής ιθύνουσας ελίτ ότι αυτό ισχύει και έτσι συμβαίνει.
Όπως πιθανόν να γίνεται αντιληπτό, ο μέγιστος ρεαλιστικός κίνδυνος δεν είναι ο πόλεμος αλλά ο εκβουλγαρισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ήτοι να εγκολπωθούμε ένα αφήγημα παραίτησης και απουσίας από την περιφέρεια παραδεχόμενοι ότι «το παιχνίδι είναι χαμένο». Εξάλλου, όπως έχει επισημανθεί πολλάκις, οι συστημικές ευκαιρίες είναι υπαρκτές για την Ελλάδα, καθώς ο τουρκικός μαξιμαλισμός αρχίζει να οδηγεί σε υπερεξάπλωση, η οποία είναι εξόχως επικίνδυνη εξαιτίας της περιορισμένης εσωτερικής συνοχής της Τουρκίας. Παράλληλα, η Τουρκία έχει μειώσει τη δέσμευσή της στους παραδοσιακούς συμμάχους της αυξάνοντας το κόστος για εκείνους.
Εντούτοις, για να «ρευστοποιηθούν» οι ευκαιρίες απαιτείται στρατηγική κουλτούρα των περιφερειακών ανταγωνιστών της Τουρκίας.
Οφείλουν, πρώτον, να αντιληφθούν ότι το ηγεμονικό βέρτιγκο απαιτεί αντισυσπειρώσεις, και όχι ο καθείς «να βγάζει την ουρά του απ’ έξω». Δεύτερον, χρειάζεται βούληση από το κάθε μέρος ξεχωριστά και όχι φοβικότητα, η οποία εκθρέφει την Τουρκία και θα οδηγήσει σίγουρα σε σύρραξη σε κατοπινό χρόνο. Τρίτον, απαιτούνται τα μέσα υλοποίησης μιας τέτοιας στρατηγικής, με τη δέσμευση πόρων για τη βελτίωση της αποτρεπτικής ικανότητας.
«Στηρίζουμε απόλυτα την αναβάθμιση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων για να προστατεύσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα απέναντι σε κάθε απειλή». Τάδε έφη Αλέξης Τσίπρας στο πλαίσιο της συζήτησης για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2020 στην Ολομέλεια της Βουλής. Και αν έχει ασκηθεί πολλή κριτική για τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί ότι η παραπάνω φράση είναι δείγμα ωρίμανσης της Αριστεράς, το οποίο η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να «εκμεταλλευτεί» προχωρώντας στη λήψη των ανάλογων αποφάσεων όσον αφορά την εξοπλιστική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων.