Η άνοδος της Τουρκίας επί της περιφερειακής κλίμακας ισχύος και η θέλησή της να καταστεί μέλος των διαμορφωτικών δυνάμεων της επόμενης ημέρας της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής αποτελεί μια πραγματικότητα η οποία είναι αναμφίλεκτη. Η συζήτηση στη χώρα μας πραγματοποιείται περί του αν και πώς η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βγει αλώβητη μέσα από τις συγκεκριμένες εξελίξεις, καθώς και αν και πώς οφείλει να αντιδράσει στις πιέσεις που δέχεται. Ουδείς αμφισβητεί ότι όντως η Τουρκία έχει βελτιώσει τη θέση της στην περιφερειακή κατανομή ισχύος.
Η συγκεκριμένη αλλαγή έχει συνδεθεί με την υιοθέτηση αναθεωρητικών πολιτικών και την άρθρωση αντίστοιχων αφηγημάτων.
Αν αναγνώσουμε τη διεθνή πολιτική με αμιγώς επιστημονικούς όρους, δίχως πολώσεις και με επίκεντρο την ιστορική διαχρονία, ο αναθεωρητισμός είναι εγγενές χαρακτηριστικό των διακρατικών σχέσεων. Ένα κράτος το οποίο θεωρεί ότι επωφελείται από μια ενδεχόμενη ανακατανομή ισχύος, προχωρά στην εκμετάλλευση της (θεωρούμενης από το ίδιο) συστημικής ευκαιρίας και ζητά διαρκώς περισσότερα εις βάρος των γειτόνων του.
Συνέβη σε άπειρες ιστορικές περιπτώσεις, και μάλιστα, για να είμαστε απολύτως συμβατοί με την καλή θεωρία, το εν λόγω κράτος οφείλει να είναι αναθεωρητικό καθώς είναι υποχρεωμένο να χαράσσει ορθολογική στρατηγική με άξονα το δικό του εθνικό συμφέρον (διασφάλιση και ει δυνατόν μεγέθυνση της ισχύος του). Το θέμα είναι τι κάνουν τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία βρίσκονται στον περίγυρό του: Κατευνάζουν; Αν ναι, μέχρι ποιο σημείο; Αποτρέπουν διά της εξισορρόπησης; Προχωρούν σε πελατειακές σχέσεις με άλλους ισχυρούς δρώντες; Μεταφέρουν βάρη σε τρίτους;
Αυτά όσον αφορά τον αναθεωρητισμό, αλλά στην περίπτωση της Τουρκίας πλέον έχουμε μια αναβάθμιση αξιώσεων οι οποίες φθάνουν στον ιμπεριαλισμό, και αυτός δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος – υπό την έννοια ότι δεν πράττουν έτσι όλοι εντός της ιστορικής διαχρονίας. Ενώ ο αναθεωρητισμός συνδέεται με την προσπάθεια επίτευξης αλλαγών στο status quo όπως αυτό αποτυπώνεται στην τρέχουσα διακρατική τάξη (σύνορα, αυτονομία μειονοτήτων, κυριαρχία επί θαλασσίων ζωνών κ.ά.), ο ιμπεριαλισμός αναφέρεται στην απομύζηση πόρων ενός τρίτου κράτους έναντι πινακίου φακής μέσω συμφωνιών με στρατιωτικές ή άλλου είδους προεκτάσεις, και όχι υπό όρους «ελεύθερης οικονομίας».
Σε τέτοιες ιμπεριαλιστικές πρακτικές προχωρά σήμερα η Τουρκία στη Λιβύη, στη Σομαλία, σε χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου και… όπου μπορεί και της παρέχεται χώρος.
Στην περίπτωση του τουρκολιβυκού συμφώνου δεν διακρίνουμε τον ιμπεριαλισμό μέσω της παράλογης και νομικά μη θεμελιωμένης παράκαμψης της Κρήτης, αλλά μέσω της πρόδηλης τουρκικής διάθεσης οικονομικής εκμετάλλευσης των λιβυκών κοιτασμάτων. Ο Ερντογάν ανέφερε, άλλωστε, ότι «είναι έτοιμος να αποδεχθεί [σχετική] πρόσκληση της Λιβύης», αλλά αυτό ενδέχεται να είναι και το πρόβλημα για τον ίδιο, καθώς ο πλανητικός πλούτος είναι πεπερασμένος, και κάθε πρόσκτηση συντελεστών ισχύος από κάποιον δρώντα σημαίνει αυτομάτως απώλεια για κάποιον άλλο.
Εν ολίγοις, οι αναθεωρητικές πρακτικές στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο ή στα Βαλκάνια θίγουν την Κύπρο, την Ελλάδα ή τη Βουλγαρία. Ποιος νοιάζεται; Εδώ δεν ενδιαφέρεται ο ίδιος ο Βούλγαρος πρωθυπουργός, παρά το γεγονός ότι η διαπίστωση περί «αυτοβοήθειας» της Ελλάδας είναι ορθή, όσο και αν σε εμάς φαίνεται πικρή. Εντούτοις, οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές στη Λιβύη και στο κέρας της Αφρικής θίγουν τη Γαλλία, την Ιταλία και προφανώς άλλες μεγάλες δυνάμεις. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία θα βρεθεί αργά ή γρήγορα ενώπιον μεγαλύτερων διλημμάτων τα οποία θα ξεπερνούν το επίπεδο της εμπλοκής με τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και θα σχετίζονται με τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία και τη δυνατότητα συνδιαλλαγών της εντός του Δυτικού θεσμικού κεκτημένου.
Θα βρεθεί –ή και ήδη βρίσκεται– ενώπιον αυτών των διλημμάτων, χωρίς να γνωρίζουμε αν θα τα διαχειριστεί επιτυχημένα.
Ο ιμπεριαλισμός σημαίνει εκτεταμένες στρατηγικές δεσμεύσεις πέραν του μητροπολιτικού χώρου, στις οποίες το κράτος ωθείται είτε λόγω πίεσης οικονομικών συμφερόντων στο εσωτερικό του είτε λόγω στρατηγικής κουλτούρας (εν προκειμένω νεοοθωμανικής). Μεταξύ πολλών άλλων αναλυτών, οι Paul Kennedy και John Mearsheimer μας έχουν περιγράψει τα δεινά της «ιμπεριαλιστικής υπερεξάπλωσης» ήδη εδώ και δεκαετίες. Προβλήματα έχουν αντιμετωπίσει δυνάμεις στον κολοφώνα της ισχύος τους (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, ΗΠΑ), πόσο μάλλον δυνάμεις οι οποίες δε βρίσκονται σε παρόμοια διακριτή θέση όπως σήμερα η Τουρκία.
Υ.Γ.: Όποιος αντιλήφθηκε ότι πλέον μας ξεπερνά η ιστορία και επαφιόμαστε στην αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων όταν θιγούν τα δικά τους συμφέροντα, ή στα (ιμπεριαλιστικά) λάθη της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ιθύνουσας ελίτ, ορθώς αντιλήφθηκε.