Ήταν 17 Οκτωβρίου του 2016, όταν κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της επιχείρησης ανακατάληψης της Μοσούλης από τους τζιχαντιστές τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους, και αφού είχε στείλει μια ενισχυμένη ταξιαρχία του τουρκικού στρατού στην περιοχή Μπασίκα, στα περίχωρα της ιστορικής πρωτεύουσας της περιφέρειας Νινεβί, ο Ερντογάν δήλωνε:
«Μας λένε η Τουρκία να μην μπει στη Μοσούλη. Μα πώς να μην μπούμε; […] Εμείς στην επιχείρηση αυτή θα συμμετέχουμε και θα είμαστε την επαύριον στο τραπέζι της μοιρασιάς. […] Προσπάθησαν να μας παρουσιάσουν τη Συνθήκη της Λοζάνης ως νίκη. Εμείς έχουμε εναλλακτικά σχέδια για τη Μοσούλη, έχουμε σχέδιο Β και σχέδιο Γ. […] Δεν είναι δυνατό να μείνουμε έξω από την επιχείρηση αυτήν. Άλλωστε εκεί κοιμάται η δική μας ιστορία».
Λίγους μήνες πριν ο Ερντογάν είχε δηλώσει τις ενστάσεις του για την επιχείρηση απελευθέρωσης του Χαλεπιού από το στρατό της Συρίας, με τη βοήθεια των Κούρδων του YPG και της Ρωσίας. Σημειωτέον, η επιχείρηση έγινε εναντίον των ισλαμιστών τρομοκρατών διαφόρων τζιχαντιστικών οργανώσεων που υποστηρίζονταν από τον Ερντογάν και την είχαν καταλάβει επ’ ωφελεία της Τουρκίας, με σκοπό να τους την παραδώσουν, όταν ανατρεπόταν ο Άσαντ.
Όμως, επειδή δεν μπορούσαν να περιμένουν, οι Τούρκοι λεηλάτησαν τη βιομηχανική περιοχή του Χαλεπιού, οικονομικής πρωτεύουσας της Συρίας, κλέβοντας βιομηχανικό εξοπλισμό άνω των 20 δισ. δολαρίων.
Τελικά, ούτε ο ένας στόχος ούτε ο άλλος επιτεύχθηκε, γιατί στον πρώτο οι ΗΠΑ είπαν όχι στην Τουρκία και στο δεύτερο είπε όχι ο Πούτιν, ο οποίος όμως έδωσε ως αντάλλαγμα στον Ερντογάν την άδεια για την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» και να καταλάβει έδαφος της «συμμάχου» του Συρίας (Αλ Μπαμπ – Τζαραμπλούς).
Γιατί τα αναφέρουμε αυτά;
Μα γιατί η εθνική στρατηγική του Ερντογάν είναι η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης –την οποία θεωρεί προδοσία που υπέγραψε ο ιδεολογικός του αντίπαλος Μουσταφά Κεμάλ– και η επέκταση της Τουρκίας στα σύνορα του «Εθνικού Όρκου», στον οποίο ώμοσαν οι βουλευτές της οθωμανικής Βουλής κατά τις τελευταίες συνεδρίες πριν από τη διάλυσή της.
Και δεν το κρύβει ο Ταγίπ, μας το είπε κατάμουτρα όταν τον έφεραν εδώ χωρίς καμία σχετική προετοιμασία, στην Αθήνα, οι μαθητευόμενοι μάγοι της πολιτικής και της διπλωματίας.
Αυτό σημαίνει Κιρκούκ, Μοσούλη, Χαλέπι, Κύπρο, Δωδεκάνησα, Θράκη.
Αυτά όσον αφορά την εθνική στρατηγική.
Υπάρχει και η υψηλή στρατηγική του Ερντογάν, με βάση την οποία η Τουρκία θα ξαναγίνει η ηγέτιδα δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο, όπως ήταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όσο ίσχυε το «χαλιφάτο». Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα ηγείται ενός μουσουλμανικού κόσμου 1,7 δισ. ανθρώπων, απαιτώντας την αλλαγή της σύνθεσης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για να εκπροσωπεί αυτή τους μουσουλμάνους στη νέα αρχιτεκτονική της ασφάλειας του κόσμου.
Για να το πετύχει αυτό, ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει εθνικά σχέδια για την ανάπτυξη της οικονομίας ούτως ώστε να καταστεί η Τουρκία 6η-7η δύναμη στον κόσμο, την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας για να προμηθεύεται όλους ο μουσουλμανικός κόσμος οπλικά συστήματα από αυτήν, τη δημιουργία ισλαμικού τραπεζικού συστήματος, ακόμα και του ισλαμικού δηναρίου, ως κοινού νομίσματος και άλλα πολλά. Επειδή η στρατηγική αυτή μπορεί να αντιμετωπίσει αντιδράσεις από τον αραβικό κόσμο, ο Ερντογάν προσπαθεί να συνάψει στρατηγικές σχέσεις με το Πακιστάν και τη Μαλαισία, ενώ έχει ως βασικό οικονομικό υποστηρικτή το Κατάρ.
Μέρος αυτής της υψηλής στρατηγικής είναι η εγκαθίδρυση καθεστώτων υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στις ισλαμικές χώρες. Σημειωτέον ότι το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανήκει στην ως άνω αδελφότητα, ενώ ο Ερντογάν δεν παύει κάθε τρεις και λίγο να μας το θυμίζει, χαιρετώντας με τον χαιρετισμό των μελών της αδελφότητας.
Όσον αφορά τη Μεσόγειο, ο Ερντογάν, επωφελούμενος από τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ούτως ώστε να πάρουν τα ηνία της εξουσίας στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τυνησία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, τον Λίβανο.
Στόχος του ήταν να μετατρέψει την Αν. Μεσόγειο σε μια «μουσουλμανική λίμνη», πνίγοντας μέσα σ’ αυτήν τις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου και του Ισραήλ.
Ενώ ο Ερντογάν ήταν κοντά στην πραγμάτωση των σχεδίων του, ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μόρσι στην Αίγυπτο, και ενώ περίμενε την πτώση του Άσαντ μέσα σε μερικούς μήνες –αυτό δήλωνε όταν έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να προκαλέσει τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία–, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Μόρσι ανατράπηκε και πήρε τη θέση του ο Σίσι, ορκισμένος εχθρός του Ερντογάν, ενώ ο Άσαντ είναι ακόμα εκεί, αν και μισοπροδομένος από τον Πούτιν, ο οποίος έδωσε… πεσκέσι ολόκληρες περιοχές της επικράτειας της Συρίας στο πλαίσιο ενός ανατολίτικου παζαριού με τον νέο στρατηγικό του σύμμαχο, τον Ερντογάν.
Έτσι αποτράπηκε η υλοποίηση του σχεδίου του Ερντογάν να μετατρέψει την Αν. Μεσόγειο σε μουσουλμανική λίμνη, το οποίο όφειλαν να γνωρίζουν οι Έλληνες διπλωμάτες, ακαδημαϊκοί και αρθρογράφοι, που εκτοξεύουν τα φαρμακερά τους βέλη εναντίον των Ελλήνων της Κύπρου, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για την επιθετική ορμή που εκδήλωσε ο Ερντογάν υπογράφοντας τη συμφωνία με τον τουρκικής καταγωγής Σαράτζ.
Μιλάμε για τέτοια (πολιτική) μυωπία που δεν σου επιτρέπει να δεις ούτε τη μύτη σου.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Ερντογάν κινείται βάσει της υψηλής «μουσουλμανικής» νεοοθωμανικής στρατηγικής και με βάση την εθνική στρατηγική, προσαρμοσμένη στα προβλεπόμενα στον «Εθνικό Όρκο» των αρχών του 1920.
Με βάση τα παραπάνω, τι θέλει λοιπόν ο Ερντογάν στην Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο; Οι επιδιώξεις του είναι οι εξής:
- Πρώτον, να αποτρέψει την υπογραφή συμφωνίας οριοθέτησης Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου.
- Δεύτερον, να αποτρέψει την αυτόνομη ολοκλήρωση του ενεργειακού προγράμματος της Κύπρου και της Ελλάδας.
- Τρίτον, να αποτρέψει την κατασκευή του αγωγού East Med.
Τέταρτον, να συνάψει ο ίδιος συμφωνίες με τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Λιβύη (το έπραξε), μοιράζοντας με τις προαναφερθείσες χώρες τις θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) της Κύπρου και της Ελλάδας μέσω της υιοθέτησης της αρχής που λέει ότι τα νησιά δεν δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικά ύδατα).
Υπάρχει και η στρατηγική για το Αιγαίο, όμως αυτό είναι ένα θέμα που θα θίξουμε σε επόμενο άρθρο μας.
Μετά από όλα αυτά, σας καλώ να αναλογιστούμε όλοι μαζί, ομοθυμαδόν, αν οι –εντελώς ανερμάτιστες κατά την άποψή μας– θέσεις περί Χάγης και «συνεκμετάλλευσης» που εκστομίζουν μεθοδευμένα ποιος ξέρει από ποια κέντρα διάφοροι στην Ελλάδα, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την στρατηγική που προσπάθησα να περιγράψω στο παρόν άρθρο.
Ελπίζω τουλάχιστον όσα περιγράφονται εδώ, να αποτελέσουν τροφή για σκέψη και γόνιμο προβληματισμό για όσους νοιάζονται για το καλό αυτού του τόπου.