Δύο επιστολές όπου περιγράφεται η πραγματικότητα και η εντεινόμενη προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας έστειλε η ελληνική κυβέρνηση στον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και στον γενικό γραμματέα του Οργανισμού, μετά τη συμφωνία της Άγκυρας με τη Λιβύη. Στην πρώτη επιστολή προς τον πρόεδρο του ΣΑ επισημαίνεται ότι η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης συνήφθη κακόπιστα και παραβιάζει το Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς οι θαλάσσιες ζώνες της Τουρκίας και της Λιβύης δεν γειτνιάζουν, ούτε υπάρχει κοινό θαλάσσιο σύνορο μεταξύ των δύο κρατών.
Η συμφωνία, επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη της τα ελληνικά νησιά και το δικαίωμά τους να έχουν θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ).
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η συμφωνία είναι άκυρη, καθώς δεν εγκρίθηκε από τη Βουλή της Λιβύης, γεγονός που αποδεικνύεται και από σχετική επιστολή του προέδρου της προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. «Για τους λόγους αυτούς, η χώρα μας απορρίπτει στο σύνολό της ως άκυρη και μη δυνάμενη να επηρεάσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα τη συμφωνία αυτή», διευκρινίζεται. Η σύναψη της «συμφωνίας» διαταράσσει την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής και ζητείται να τεθεί υπόψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, προκειμένου να την καταδικάσει ως αντίθετη στη διεθνή νομιμότητα και να καλέσει την Τουρκία και τη Λιβύη να απόσχουν από κάθε πράξη η οποία θα παραβίαζε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και θα κλιμάκωνε την ένταση στην περιοχή.
Στη δεύτερη επιστολή με παραλήπτη τον γ.γ. του ΟΗΕ, παρατίθενται τα ίδια επιχειρήματα και ζητείται να μην πρωτοκολληθεί και να μη δημοσιευτεί από το Τμήμα Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ. Επισημαίνεται, επίσης, στον γενικό γραμματέα ότι το ζήτημα θα πρέπει να τεθεί υπόψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, προς την πρόεδρο του οποίου εστάλη σχετική επιστολή.
Αναφερόμενος στις επιστολές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας είπε πως η Ελλάδα έχει αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, που ήδη αποδίδουν καρπούς. Από τις δηλώσεις αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, όπως του Γάλλου προέδρου Μακρόν, μέχρι ανακοινώσεις, όπως της αμερικανικής και ρωσικής διπλωματίας.
Διαβάστε εδώ την πρώτη επιστολή.