Μεγάλη υπόθεση να μπορεί να βρίσκει ο άνθρωπος μέσα στο βίο του αυτό το ευλογημένο πνευματικό καταφύγιο που το λένε ησυχία. Δηλαδή τον τόπο –αλλά πιο πολύ τον τρόπο– για να κατευθύνει το νου μακριά από τους κάθε είδους περισπασμούς∙ μακριά από τη βοή, την ανακατωσούρα, τις ανησυχίες, τα άγχη της καθημερινότητας και τις κοσμικές μέριμνες. Η ησυχία αποτελεί προϋπόθεση ώστε ο νους να μπορέσει να ηρεμήσει και να δει καθαρότερα εξερευνώντας την κατάσταση της καρδιάς. Να λειτουργήσει σε εκείνες τις συνθήκες της γόνιμης εσωστρέφειας προς την κατεύθυνση της αυτογνωσίας.
Είναι άλλο πράγμα η ησυχία που επιζητούμε για την ξεκούραση και την αναψυχή μας, όπως για παράδειγμα σε αυτό που λέμε διακοπές, κι άλλο πράγμα η ησυχία όπως εννοείται στην ορθόδοξη πίστη και παράδοσή μας στην οποία εδώ αναφέρομαι.
Η πρώτη αναπαύει το σώμα και αποφορτίζει τον εγκέφαλο∙ η δεύτερη καλλιεργεί τον όντως νου και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νοερά προσευχή, μετάνοια, κάθαρση της καρδιάς, αγιοπνευματικό φωτισμό, κίνηση προς τον Χριστό και αθανασία της ψυχής. Η πρώτη θεραπεύει τον εαυτό, η δεύτερη τον υπερβαίνει ανακαινίζοντας τον όλον άνθρωπο ως αιώνιο μέλος του αθάνατου σώματος του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού.
Ένα από τα ζητούμενα της μοναστικής ζωής είναι η δημιουργία συνθηκών και η προσφορά των προϋποθέσεων εκείνων που υποβοηθούν την ησυχία. Για τους υπόλοιπους που ζούμε μέσα στον κόσμο και την τρέλα του, οι συνθήκες αυτές φαντάζουν ως άπιαστο όνειρο. Ειδικά αυτήν την εποχή στην πατρίδα μας όλοι τρέχουμε συνεχώς δεξιά κι αριστερά∙ είμαστε νευρικοί, ανήσυχοι, αγχώδεις και ταραγμένοι. Το όλο κλίμα παραπέμπει σε ένα ευρύτερο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον όπου οι εργάτες έχουμε απομείνει λιγότεροι, ενώ ο φόρτος της εργασίας και οι μέριμνες της κοινωνικής μας συμβίωσης αυξάνονται συνεχώς.
Στην κατάστασή μας αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, αυτό που θα μας διασώσει, προφανώς δεν είναι η ησυχία (δύσκολο να την βρούμε)∙ είναι η προσήλωσή μας στο ησυχαστικό φρόνημα. Μπορεί δηλαδή να μην βρίσκουμε ησυχία, αλλά πρέπει να την ποθούμε συνεχώς και διακαώς∙ να μην χάσουμε, δηλαδή, το ησυχαστικό μας φρόνημα. Αυτό όχι απλώς δεν είναι λόγος παρηγορητικός κι ανούσιος, αλλά, αντίθετα, μπορεί να κάνει πραγματικά τη διαφορά. Είναι πάντως κι αυτό μια έκφανση του μαρτυρίου της συνείδησης στο οποίο υποβάλλονται οι «εκζητούντες τον Κύριον» (Ψαλ. 33,11) στην ταραγμένη εποχή μας, που είναι μια εποχή πνευματικής παρακμής κι αποστασίας.
Όπως αναφέρει ο προσφάτως αγιοκαταταχθείς Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Η καρδιά και ο νους κατά την ιερά ησυχία ζουν αποκλειστικά “επί τω ονόματι του Ιησού και την εντολή Αυτού”. Έχουν εντελώς ιδιαίτερη εσωτερική αίσθηση, που ελέγχει ακόμη και την περιοχή του υποσυνειδήτου».1
Καλούμαστε, λοιπόν, μέσα στο θόρυβο και την υπερφόρτιση που προκαλεί στις αισθήσεις μας η υπερβολή της επικοινωνίας και της πληροφορίας, να επιτύχουμε με κάποιον τρόπο τo «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. 5,17).
Το χρειαζόμαστε. Ειδικά και εξαιρέτως τώρα που έρχονται δύσκολες δοκιμασίες, εξαιτίας της διαφθοράς και της δραματικής κι ακραίας έκπτωσης αυτών που κανονικά θα έπρεπε να πρωτοστατούν στη διατήρηση, καλλιέργεια και διάδοση των αξιών του ελληνορθόδοξου ήθους… Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστηρίζει ότι το ησυχαστικό φρόνημα διέσωσε το έθνος μας στα χρόνια της σκλαβιάς από τους Οθωμανούς. Γράφει: «η ησυχαστική ευσέβεια ήταν εκείνη που έδινε τη δύναμη στους ορθοδόξους να αντέχουν τη σκλαβιά. Γιατί; Διότι εκείνος που έχει νοερά προσευχή δεν φοβάται τίποτε, αφού μέσα στην καρδιά του έχει τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που τον πληροφορεί ότι κατέχει την αληθινή πίστη περί Θεού, καθώς και τα ορθά φρονήματα περί Θεού και είναι ο άνθρωπος αυτός σε θέση να υπομείνει οποιαδήποτε βασανιστήρια για τη Βασιλεία των Ουρανών».2
Ίσως και τώρα αυτό θα μας δώσει την ανδρεία, το θάρρος και την αντοχή που θα χρειαστούμε. Δεν μπορούμε βέβαια να βρούμε τον ελεύθερο χρόνο, το ήσυχο μέρος, το καθαρό μυαλό, την αφιέρωση και την πλούσια λειτουργική και μυστηριακή ζωή του μοναστικού βίου. Εμείς στον κόσμο έχουμε φασαρία, ανασφάλεια, αγώνα για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών∙ κι αυτό το ανίκανο κράτος και τη δυσλειτουργία του που μας σπάει τα νεύρα με σαράντα διαφορετικούς τρόπους κάθε μέρα. Πώς να επιτύχουμε αυτήν την «ιδιαίτερη εσωτερική αίσθηση» και επομένως την εν τω ονόματι του Χριστού ζωή;
Ναι… δεν έχουμε ησυχία. Τι έχουμε; Εκνευρισμό και θυμό. Αν έχουμε, λοιπόν, φρόνημα ησυχαστικό, ας κάνουμε το θυμό μας απαθή και την απελπισία μας όπλο πνευματικό! «Ο καθείς και τα όπλα του» δεν γράφει κι ο Ελύτης; Νά το δικό μας: μια απεγνωσμένη, πονεμένη εσωτερική κραυγή («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!») μες στη φασαρία ή ξυπνώντας μες στη νύχτα. «Εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» (Ψαλ. 101,7-8). Ναι… με μια τέτοια ενδογενή κραυγή που ίσως μετρά όσο δύο κομποσκοίνια, να υπάρχει κάποια ελπίδα.
_____
1. Αρχιμ. Ζαχαρίου, Αναφορά στη θεολογία του γέροντος Σωφρονίου, έκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ 2000, σ. 232.
2. Πρωτοπρ. Ι.Σ. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, έκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 232.