Η δημοσιογραφική ενασχόληση με τα διεθνή θέματα πρέπει να διατηρεί, πάντα, κάποια επιφυλακτικότητα σχετικά με τα όσα ανακοινώνονται δημοσίως. Η κοινή αίσθηση από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Λονδίνο την Τετάρτη είναι ότι απλώς επί μιάμιση ώρα καταγράφηκαν οι εκατέρωθεν απόψεις και επισημάνθηκαν οι διαφορές.
Μα αυτό έχει γίνει δεκάδες φορές.
Χρειαζόταν άλλη μία και μάλιστα με το χαρακτηρισμό της συνάντησης ως «συνάντηση της εικοσαετίας»; Όταν μάλιστα σ’ αυτήν την εικοσαετία οι ελληνοτουρκικές συναντήσεις οδήγησαν στο Ελσίνκι, στην είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ, στην έναρξη ενταξιακών συνομιλιών ΕΕ-Τουρκίας, το Σχέδιο Ανάν κλπ.; Για ποιον λόγο κυβερνητικοί κύκλοι να δίνουν τόση έμφαση στη συνάντηση; Είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Όπως δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη μια αλληλουχία γεγονότων που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάτι προετοιμάζεται. Και πως τα γεγονότα που παρακολουθούμε να εξελίσσονται κάπου οδηγούν. Η άποψή μας είναι ότι οδηγούν σε ένα συνυποσχετικό για τη Χάγη. Αν δεν υπάρξει υπαναχώρηση κάποιας πλευράς.
Η ιστορία είναι παλιά, αλλά η πρόσφατη εκδήλωσή της μπορεί να εντοπιστεί σε εκείνη τη δήλωση Κοτζιά ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μοναχοφάης». Δεν μπορεί, δηλαδή, να τα θέλει όλα δικά της. Την πολιτική του Νίκου Κοτζιά ακολούθησε και ο διάδοχός του Γιώργος Κατρούγκαλος. Για τι προϊδέαζε; Για το ότι καλό είναι να αποδεχτούμε μια λύση με την Τουρκία που θα άφηνε το Καστελόριζο χωρίς υφαλοκρηπίδα.
Για να γίνουν αντιληπτά όσα θα ακολουθήσουν, καλό είναι να παραθέσουμε την τουρκική βούληση. Η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο έχει τη θέση ότι δεν μπορεί ένα νησί, όπως το Καστελόριζο, να στερεί θαλάσσιες ζώνες από μια ηπειρωτική χώρα με τη μεγάλη ακτογραμμή της Τουρκίας. Και για να υποστηρίξει την άποψή της έχει ταχθεί με την αντίληψη ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Άρα, για το Καστελόριζο αποδέχεται ότι έχει έξι μίλια χωρικά ύδατα, και τέρμα. Δεν μπορεί να έχει επήρεια σε ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα που να φτάνει έως την Κύπρο και την Αίγυπτο.
Εκεί που φαίνεται να ελίσσεται η Τουρκία –χωρίς να αλλάξει τη θέση της ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα– είναι να αποδεχθεί προσφυγή στη Χάγη με συνυποσχετικό που θα αποδέχεται με διπλωματικούς όρους μια διευθέτηση με βάση την προσέγγιση της δίκαιης κατανομής ή ευθύδικης οριοθέτησης (equitable delimitation), και όχι την ίση απόσταση (equitable).
Με βάση την προσέγγιση αυτή τα νησιά σε σύγκριση με το ηπειρωτικό έδαφος άλλης χώρας πρέπει να πάρουν μικρότερη υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Πρέπει δε να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος, το μήκος της επιφάνειας προβολής (πρόσοψης), η θέση των νησιών και πόσο μακριά είναι από το ηπειρωτικό έδαφος. Όλα αυτά κάτι φωτογραφίζουν.
Το ερώτημα τώρα είναι αν υπάρχουν στοιχεία (έστω και ως ενδείξεις) που να δείχνουν ότι στο παρασκήνιο κάτι κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η απάντηση είναι ναι.
Στις 28 Οκτωβρίου ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Μπουράκ Οζουγκέργκιν παραχώρησε συνέντευξη στην Καθημερινή, και σε κάποιο σημείο λέει: «Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν πράγματι επαρκείς ευκαιρίες για να επιλύσουν τις διαφορές τους, αφού αναγνωρίσουν και κατανοήσουν τα νόμιμα συμφέροντα και τις ανησυχίες του άλλου. Το διεθνές δίκαιο θα κανονίσει τα υπόλοιπα». Δηλαδή, αφού αποδεχθεί η Ελλάδα τα νόμιμα συμφέροντα της Τουρκίας με τη «δίκαιη μοιρασιά», τα υπόλοιπα θα διευθετηθούν στη Χάγη. Αυτή ορίζει το διεθνές δίκαιο.
Στον Τούρκο πρέσβη απαντά ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνος Ντόκος, προφανώς με την έγκριση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με συνέντευξη στο ΑΠΕ- ΜΠΕ στις 23 Νοεμβρίου. Η συνέντευξη προκαλεί αντιδράσεις στην Ελλάδα και ο ίδιος ο Θάνος αναγκάζεται να δώσει εξηγήσεις. Γράφει, λοιπόν, στη σελίδα του στο Facebook: «Η φράση “ακόμη και ιδέες περί συνεκμετάλλευσης μπορούν να συζητηθούν υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης οριοθέτησης μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο” έχει μια μόνο ερμηνεία: ότι σύμφωνα με την πάγια ελληνική θέση, Ελλάδα και Τουρκία συμφωνούν να καταφύγουν στη Χάγη, αποδέχονται την απόφαση του δικαστηρίου για τα όρια των θαλάσσιων ζωνών και έχοντας πλέον καθορισμένα θαλάσσια σύνορα θα μπορούσαν να συζητήσουν ακόμη και το (εντελώς θεωρητικό επί του παρόντος) σενάριο συνεκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος που βρίσκεται εκατέρωθεν των συνόρων (όπως πράττουν π.χ. Ιράν και Κατάρ)».
Ακολουθούν η συμφωνία της Τουρκίας με την «κυβέρνηση της Τρίπολης», η διπλωματική ανακούφιση της Ελλάδας με την υποστήριξή της από όλες τις διεθνείς δυνάμεις και τις δυνάμεις της περιοχής (όπως το 1987, αλλά τότε είχαμε μια νίκη επί πεδίου) και συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν (όπως το 1987 στο Νταβός, Παπανδρέου-Οζάλ).
Υπάρχει κανείς που με αυτά τα δεδομένα θα χαρακτήριζε τη συνάντηση του Λονδίνου τη σημαντικότερη της εικοσαετίας; Λογικά όχι. Όμως, τη χαρακτήρισαν έτσι κυβερνητικοί κύκλοι. Οι οποίοι δεν είναι αφελείς, κάτι θέλησαν να υπονοήσουν. Όχι, βέβαια, την αναμενόμενη ατυχή (δημοσίως) κατάληξή της.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Την επόμενη ημέρα της συνάντησης σε ραδιοφωνική του συνέντευξη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Αλέξανδρος Διακόπουλος είπε επί λέξη: «Διατηρούμε διαύλους ανοιχτούς, μιλάμε, συνεχίζουμε τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, αλλά η Τουρκία θέλει οι όποιες λύσεις, οι όποιες διευθετήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τουρκική πλευρά που κατ’ αυτούς έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο». Πού παραπέμπει η δήλωση του συμβούλου;
Και ακόμη, η εφημερίδα Εστία με επαφές στο χώρο της κυβερνώσας παράταξης είχε την επομένη ως τίτλο: «Προς διεθνές δικαστήριο της Χάγης για διευθέτηση υφαλοκρηπίδος».
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν παρελθόν και θα συνεχίσουν να έχουν δύσκολο παρόν και μέλλον. Αλλά η στήλη πιστεύει πως στο παρασκήνιο γίνονται προσπάθειες για τη Χάγη με υποχώρηση της ελληνικής πλευράς για «δίκαιη» (για ποιον;) μοιρασιά.
Υπενθυμίζω, απλώς, πως και με τα Σκόπια επετεύχθη συμφωνία όταν η ελληνική πλευρά έκανε πίσω σε ένα κρίσιμο σημείο το οποίο θα βρίσκει μπροστά της.