Οι τελευταίες εξελίξεις, όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, αποτελούν την πλέον χαρακτηριστική απάντηση σε όσους ενδεχομένως πιστεύουν ότι οι αναλύσεις περί της εξαρτησιακής λογικής που διέπει την ελληνική εξωτερική πολιτική, ή της ανάγκης θεσμοποίησης των δομών χάραξής της, συνιστούν θεωρητικές συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με την εμπράγματη πολιτική.
Υπάρχει ένα εξαιρετικό δυναμικό στην Ελλάδα στο επίπεδο των ισλαμολόγων και των αναλυτών της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Ρωτήθηκε ποτέ κάποιος εξ αυτών για την επιλογή της αναγνώρισης της συγκεκριμένης αντιμαχόμενης πλευράς της Λιβύης;
Η επείγουσα ανάγκη ήταν τότε να κάνουμε «ό,τι έκαναν και οι υπόλοιποι» για να είμαστε στο κλίμα και να μη γινόμαστε «κακοί», τη στιγμή που οι διεργασίες από πλευράς της Τουρκίας για συμφωνία με τη Λιβύη είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2009 μέσω συγκεκριμένων διαύλων, συγκεκριμένων καταβολών και συγκεκριμένου προσανατολισμού.
Καταβολές και προσανατολισμοί που αποτελούν παρακλάδια ευρύτερων ομαδοποιήσεων αναπτυσσόμενων και στην Αίγυπτο, η οποία περνούσε υπό τη μέγγενή τους αλλά εμείς παρακολουθούσαμε παθητικά μην ξέροντας «με ποιους να είμαστε». Η συνεργασία της Τουρκίας με τους εν λόγω κύκλους έχει μακρά ιστορία, αλλά ποτέ κανέναν δεν προβλημάτισε μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών ιθυνόντων.
Άλλοι «γραφικοί» φώναζαν ότι έπρεπε να προχωρήσουμε με γοργότερο ρυθμό στα θέματα της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Κύπρο. Τώρα σπεύδουμε στο Κάιρο για διαβουλεύσεις, ενώ σε λίγο που η Άγκυρα θα διεκδικήσει και τη Ζάκυνθο, θα πρέπει να σπεύσουμε στη Ρώμη… Εξάλλου, ποιος ξέρει πώς θα συμπεριφερθεί ένα αναθεωρητικό κράτος εντός του πλαισίου ενός ανατολίτικου παζαριού χωρίς την παραμικρή ηθική υπόσταση;
Ζητούν την ΑΟΖ της Κρήτης για να πάρουν εκείνη του Καστελόριζου, και σε βάθος χρόνου να θεωρούν εαυτούς και «αδικημένους» νομιμοποιώντας έτσι τις διεκδικήσεις τους.
Προφανώς δεν φθάνει που οι «γραφικοί» τα λένε στις τηλεοράσεις. Η δημιουργία θεσμικών οργάνων, τα οποία λειτουργούν συμβουλευτικά προς το ΚΥΣΕΑ, σημαίνει με πολύ απλά λόγια ότι το τάδε μέλος θα καταθέτει εγγράφως την εισήγησή του και τα εκτελεστικά όργανα θα πρέπει να λογοδοτούν γιατί την απορρίπτουν, αν την απορρίπτουν. Αν αυτό δεν το πράττουν, θα είναι ευθύνη του μέλους είτε να δημοσιοποιεί τη δυσαρέσκειά του (όχι αναγκαία το περιεχόμενο αν είναι διαβαθμισμένο αλλά τη φιλοσοφία λήψης αποφάσεων) είτε να καταθέτει ακόμη και την παραίτησή του. Όλα αυτά σημαίνουν δημοσιότητα, η οποία συνιστά τον μόνο φόβο των επαγγελματιών της πολιτικής.
Με αυτόν τον τρόπο εδραιώνονται τα αγγλιστί λεγόμενα «checks and balances», ήτοι μηχανισμοί αυτοελέγχου και λογοδοσίας εντός του κρατικού μηχανισμού. Θα αντέτεινε κάποιος ότι προφανώς το σύστημα εξουσίας δεν επιθυμεί έλεγχο και «πονοκεφάλους» τέτοιου τύπου, και γι’ αυτό, άλλωστε, οι προτάσεις δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και τα όποια βήματα θεσμοποίησης παραμένουν «αλά γκρέκα». Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα.
Έως ότου συμβούν όλα αυτά, θα συνεχίσουμε να είμαστε όμηροι της διάνοιας του κάθε υπουργού Εξωτερικών και του κάθε πρωθυπουργού. Είμαστε τυχεροί στην όποια συγκυρία να έχουμε πολιτικό προσωπικό υψηλής επάρκειας; Έχει καλώς. Δεν είμαστε; Τότε θα θερίζουμε θύελλες. Εξωτερική πολιτική παρατημένη στην τύχη της ή καλύτερα στον… «Θεό της Ελλάδας» όπως συχνά λέγεται.