Στην εξωτερική πολιτική τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν έχουν μεγάλες διαφορές. Θα έλεγα πως δεν έχουν καν διαφορές, αλλά αφήνω μερικά περιθώρια για αποχρώσες ενδείξεις διαφοροποίησης σε ορισμένα θέματα. Θα μπορούσε, έτσι, να διαμορφωθεί μια διακομματική και διαχρονική πολιτική την οποία θα υπηρετούσαν με συνέπεια όλες οι κυβερνήσεις.
Αλλά δεν βρίσκεται εκεί το πρόβλημα. Λίγο-πολύ ακολουθείται η ίδια πολιτική. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην απουσία ιδεών για τη διαχείριση σύνθετων προβλημάτων που προκαλεί, κυρίως, η συμπεριφορά της Τουρκίας.
Συνήθως η λύση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η διαμόρφωση –περισσοτέρων του ενός– «Ινστιτούτων ανάλυσης» που θα πρότειναν στο υπουργείο Εξωτερικών ιδέες τις οποίες αφού επεξεργαζόταν, θα αξιοποιούσε. Θα μου πείτε πως υπάρχουν, αλλά δεν αρκούν. Αυτό που υπάρχει έχει έναν συγκεκριμένο, κυρίως αμερικανικό προσανατολισμό που δεν εμβαθύνει σε διαστάσεις που επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία. Τώρα ίσως απαιτείται και μια άλλη παράμετρος, η κινεζική.
Η διαχείριση των προβλημάτων με τους Βαλκάνιους γείτονες είναι εφικτή. Εκεί που το περιβάλλον αλλάζει, συνεχώς, είναι η πολιτική της Τουρκίας. Απέναντι στην τουρκική κινητικότητα η Ελλάδα παρουσιάζει μια στασιμότητα που δεν είναι σίγουρο ότι δεν ενέχει κινδύνους. Η διαμόρφωση μιας κατάστασης την οποία επιδιώκει η Τουρκία με τρόπο που γνωρίζει καλά, στο τέλος αποβαίνει προς όφελος της Άγκυρας. Μπορεί, πλην μιας περιπτώσεως, να μην υπάρχει απώλεια ή γκριζάρισμα εδάφους, ωστόσο η Τουρκία διαμορφώνει καταστάσεις που η Ελλάδα θα βρει μπροστά της. Στη μεθόδευση αυτή η Άγκυρα είναι πρωτοπόρος.
Ένα παράδειγμα αποτελεί το Μεταναστευτικό, το οποίο κλιμάκωσε με τον τρόπο της η Τουρκία και κατέληξε να προτείνει την ένταξή του στην ατζέντα των «διμερών διαφορών».
Ένα άλλο, η απάθεια με την οποία το ΥΠΕΞ παρακολούθησε την υπόθεση τής –ας την πούμε– «συμφωνίας» μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας για την ΑΟΖ μεταξύ των δύο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη της Κρήτης. Κάτι ψελλίζουν εκ των υστέρων στην Αθήνα.
Είναι απορίας άξιο για ποιον λόγο η Αθήνα εξακολουθεί να αναγνωρίζει την «κυβέρνηση της Τρίπολης» του Φαγέζ αλ Σαράχ, σε βάρος του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ που ηγείται του Λιβυκού Εθνικού Στρατού και της κυβέρνησης που έχει σχηματίσει στο Τομπρούκ. Είναι επίσης απορίας άξιο γιατί η Αθήνα δεν παίρνει πολιτικά και διπλωματικά μέτρα κατά του Πακιστάν, με επίκεντρο τη διαμάχη στο Κασμίρ. Όταν οι Συμμαχίες ή οι Ενώσεις στις οποίες συμμετέχει η χώρα έχουν θέσεις βλαπτικές των συμφερόντων της, προηγούνται τα εθνικά συμφέροντα.
Πριν από λίγες μέρες, επίσης, ο Τούρκος πρέσβης στον ΟΗΕ κατέθεσε επιστολή και συντεταγμένες στον διεθνή οργανισμό με τις οποίες επιχειρεί να θέσει τα «θεμέλια» της «Γαλάζιας πατρίδας». Ξεκίνησε η Τουρκία με μια δήλωση του υπουργού Άμυνας, κλιμάκωσε με επιμονή τις αξιώσεις της ώστε να γίνει συνείδηση στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχει διαφορά με την Ελλάδα, και κατέληξε με επιστολή στον ΟΗΕ.
Η Ελλάδα βεβαίως απαντά, αλλά φαίνεται η Τουρκία να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αναγκάζει την Αθήνα να επιχειρεί εκ των υστέρων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις και ορισμένοι εκ των καθηγητών Διεθνούς Δικαίου είναι καθησυχαστικοί σε ό,τι αφορά τη δημιουργία τετελεσμένων. Αλλά εκείνο που βιώνουμε στις διεθνείς σχέσεις στις μέρες μας είναι πως ο ισχυρός επιβάλλει τη βούλησή του. Αυτό επιχειρεί να κάνει η Τουρκία.
Η Ελλάδα εμφανίζεται αδύναμη στην προβολή σκληρής ισχύος. Αλλά φαίνεται να έχει διαμηνύσει στην Άγκυρα τις πραγματικές κόκκινες γραμμές της, τις οποίες μπορεί να υποστηρίξει.
Μια τέτοια περίπτωση βιώσαμε με εκείνη την ξαφνική δήλωση Αποστολάκη ότι θα ισοπεδωθεί το νησί που –σύμφωνα με πληροφορίες– θα καταλάμβαναν οι Τούρκοι.
Μήπως όμως ήρθε η ώρα η Ελλάδα να αλλάξει πολιτική στο σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων αφού η Άγκυρα χρησιμοποιεί την ελληνική καλή θέληση, κατοχυρώνει θέσεις και συνεχίζει να θέτει και άλλα ζητήματα; Μήπως θα μπορούσε να γίνει αυτό, αρχής γενομένης από το Κυπριακό , σε συνεννόηση φυσικά με την Κυπριακή Δημοκρατία;
Γιατί Ελλάδα και Κύπρος επιμένουν στη λύση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, μια λύση άκρως αρνητική για την Κύπρο, αφού ουσιαστικά θα δώσει τον έλεγχο του νησιού στην Τουρκία; Μήπως θα πρέπει να προταθεί και πάλι η λύση του ενιαίου κράτους, όπως είναι σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία, και μέσα στο κράτος αυτό να βρεθεί μια λύση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων;
Βεβαίως θα υπάρξουν επιπτώσεις από αυτήν την αλλαγή πορείας. Γι’ αυτό χρειάζονται τα σοβαρά ινστιτούτα. Για να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις που θα αξιοποιήσουν τα υπουργεία Εξωτερικών.
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, και στο Κυπριακό και στα ελληνοτουρκικά υπάρχει μια συνεχής διολίσθηση προς τις τουρκικές αξιώσεις. Η πρόσφατη δε δήλωση του αναπληρωτή συμβούλου εθνικής ασφαλείας Θάνου Ντόκου, μάλλον προϊδεάζει προς πρόταση συνεργασίας. Αλλά σε ποια βάση; Πιστεύει κανείς πως η Τουρκία θα κάνει πίσω από όσα έχει εξαγγείλει ότι διεκδικεί από την Ελλάδα και την Κύπρο; Η Τουρκία ό,τι και να κερδίσει, δεν θα σταματήσει ποτέ να διεκδικεί. Στόχος της είναι η υλοποίηση του Εθνικού Όρκου του 1920, η επανάκτηση των απωλειών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το διεθνές περιβάλλον δεν είναι αρνητικό, προσώρας, για την Τουρκία. Ακόμη και αν ΗΠΑ και ΕΕ δυσαρεστούνται από τις επιλογές της, την θέλουν με κάθε θυσία στο ΝΑΤΟ. Αυτό το εκμεταλλεύεται η Άγκυρα και προωθεί τις διεκδικήσεις της και τους νέους προσανατολισμούς της. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα αποφασιστεί στη σύνοδο της Συμμαχίας τις επόμενες μέρες στο Λονδίνο, με αφορμή τα 70 χρόνια της.
Βιώνουμε μια μεταβατική, ρευστή περίοδο, αναδιαμόρφωσης των διεθνών ισορροπιών σε επίπεδο υπερδυνάμεων. Θα κάνει χρόνια για να σταθεροποιηθεί το διεθνές περιβάλλον.
Μήπως χρειάζεται ένα μεγάλο άλμα προς τα πίσω; Μια επαναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής;