Ο ένθους εκείνος πατριωτισμός ο οποίος κατέκλυζε και υπερχείλιζε εις την ψυχήν καθενός, εκείνο το ασάλευτο πιστεύω, οι ενθουσιασμοί, αι αισιοδοξίαι, τα πανηγύρια, τα κλάματα, όλη εκείνη η επιβλητική εκδήλωσις της χαράς εις τα πρόσωπα όλων μας, πού να είναι; Τι να κάνει; Ποια διάψευσις ολοκληρωτική και ποια αντίθετος και κακή όψις έσβησε την φλόγα εκείνη και εμάρανε την δυνατήν εκείνη εκδήλωσιν της εθνικής ψυχής; Ποίον λοιπόν δηλητήριον εσταλάχθη εις την ψυχήν του λαού και έχει αυτήν την νεκρωμένιν όψιν και την δούλην αυτήν ψυχήν; Ποιοι φόβοι, ποιοι κίνδυνοι;
Χρειάζεται πίστις. Και η πίστις αυτή δεν είναι φάρμακον που δίδεται κατά δόσεις και με συνταγή. Αλλά είναι δύναμις ψυχική, φαινόμενον δυνατής ψυχής που ξέρει τι πιστεύει και τι πρέπει να πιστεύει.
Εκείνοι που περιμένουν πάντοτε ενέσεις να δυναμωθούν και να άρουν τον κρέββατόν των, είναι άρρωστοι ψυχικώς. Ολίγον νεκρολίβανον και μερικαί ευχαί. Εσείς οι άλλοι οι ψυχικώς δυνατοί, οι πιστοί μιας υψηλότερης θρησκείας, «άφετε» τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς. Τίποτε άλλο!
Αυτά, υπό τον τίτλο «Πού να είναι;», έγραφε ο Νίκος Καπετανίδης την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 1920. Τότε που τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ελλάδα, εν μέσω εθνικού διχασμού, προοιωνίζονταν τραγικές εξελίξεις στη Μικρά Ασία και εθνική εκκαθάριση στον Πόντο, όπου ο Κεμάλ προχωρούσε απτόητος. Το ηθικό των Τραπεζούντιων είχε πέσει στα τάρταρα, και αχτίδα ελπίδας πλέον δεν φαινόταν από πουθενά· όλοι φοβόντουσαν για τη ζωή τους. Ο Νίκος Καπετανίδης δεν δίστασε τότε να κατακεραυνώσει τους λιγόψυχους, προσπαθώντας να στηρίξει ηθικά αυτούς που πάλευαν ακόμα.