Μου έκανε εντύπωση ο τίτλος άρθρου του εμβληματικού theatlantic.com: «Πώς τελειώνει η Αμερική», έλεγε το άρθρο. Δεν ρωτούσε. Ήταν σίγουρος ο συντάκτης.
Το διάβασα με προσοχή, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ότι η Αμερική τελειώνει. Περνά όμως μια βαθιά μετάλλαξη η οποία δεν είναι γνωστό πότε θα ολοκληρωθεί, αν ολοκληρωθεί ποτέ. Κυρίως, όμως, δεν μπορεί να προδικάσει κανείς ποια θα είναι η αμερικανική απάντηση, η απάντηση της μεταλλαγμένης Αμερικής, στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής.
Για να γίνω πιο κατανοητός, η Αμερική περνά μια εσωτερική κοινωνική μετάλλαξη που θα μεταβάλει σε βάθος την πληθυσμιακή της σύνθεση από άποψη εθνοτήτων προέλευσης, θρησκευτικών και πολιτικών αντιλήψεων, την ίδια στιγμή που η ανθρωπότητα ολόκληρη δεν έχει ισορροπήσει από τις αλλαγές που επέφερε το 1989, όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του Ανατολικού συνασπισμού.
Είναι χαρακτηριστικό και αξιοπρόσεκτο το εξής, που δείχνει τη βαθιά διαίρεση της χώρας:
«Το 1960, λιγότερο από το 5% των Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών δήλωναν ότι θα ήταν δυσαρεστημένοι εάν τα παιδιά τους παντρεύονταν κάποιον από το άλλο κόμμα. Σήμερα, το ποσοστό είναι 35% των Ρεπουμπλικανών και 45% των Δημοκρατικών, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Θρησκευτικών Ερευνών / δημοσκόπηση του Atlantic, πολύ υψηλότερο από τα ποσοστά που αντιτίθενται στους γάμους μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλών και θρησκειών. […] Πιο περιθωριακά, oι ακροδεξιοί ακτιβιστές στο Τέξας και οι αριστεροί ακτιβιστές στην Καλιφόρνια έχουν ξαναρχίσει να μιλάνε για απόσχιση».
Η ρευστότητα που δημιουργούν και οι δύο εξελίξεις είναι επικίνδυνη. Κανείς δεν γνωρίζει τι τον περιμένει. Και αυτό δεν είναι καλό για τους συμμάχους της Αμερικής.
Δεν μπορούμε να προδικάσουμε τις αμερικανικές αντιδράσεις σε γεγονότα που συμβαίνουν σε διάφορες περιοχές, με βάση τα στερεότυπα ανάλυσης που έχουμε διαμορφώσει ως σήμερα.
Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση Τραμπ. Τον πιστεύει κανείς σήμερα, όποια υπόσχεση και αν δώσει; Για ορισμένους που ρέπουν προς τη φιλοσοφία, έχουμε περάσει στην εποχή της μετα-αλήθειας και ο Τραμπ είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Αν το δούμε και αλλού θα έλεγα αλίμονό μας, αλλά στην Ελλάδα είμαστε εξοικειωμένοι με το φαινόμενο.
Επί πέντε, κοντά, χρόνια είχαμε έναν πρωθυπουργό που ασκείτο στο είδος.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δημιούργησε μια δική του αντίληψη, φαντάζομαι και ομάδα, που υπερέβη τις θέσεις, τις αξίες και τις αντιλήψεις του κόμματός του. Και δυστυχώς, η εκτίμηση του αρθρογράφου του The Atlantic είναι ότι ο Τραμπ έδωσε ανάσα ζωής στο κόμμα του, χωρίς το κόμμα του –οι Ρεπουμπλικανοί, δηλαδή– να ταυτίζεται μαζί του. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ έσωσε ένα καταρρέον κόμμα.
Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν αρνηθεί να ανοίξουν τις θύρες του κόμματος σε νέους μετανάστες που έχουν κατακλύσει τις ΗΠΑ –όπως τις άνοιξαν οι Δημοκρατικοί–, και αυτό οδηγεί το ένα από τα δύο κόμματα της αμερικανικής δημοκρατίας στη συρρίκνωση και στην απειλή να μην ξαναδεί εξουσία. Και όταν οι οπαδοί ενός κόμματος έχουν συνείδηση πως δεν πρόκειται να ασκήσουν ποτέ εξουσία, προσπαθούν να αρπαχτούν παντοιοτρόπως από αυτήν. Αυτό είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ, διότι εκλείπει η Κεντροδεξιά, ο χώρος που διατηρούσε μια κοινωνική και πολιτική ισορροπία και δεν επέτρεπε να ευδοκιμήσουν δεξιότερα ή ακροδεξιότερα επικίνδυνα ρεύματα που θα θύμιζαν την περίφημη Ku Klux Klan.
«Κάποια στιγμή στο επόμενο τέταρτο του αιώνα, περίπου, ανάλογα με τα ποσοστά μετανάστευσης και τις φαντασιοπληξίες της εθνοτικής και φυλετικής ταύτισης, οι μη λευκοί θα γίνουν πλειοψηφία στις ΗΠΑ. […] H μετάβαση έχει ήδη προκαλέσει μια απότομη πολιτική αντίδραση, την οποία εκμεταλλεύεται και επιδεινώνει ο πρόεδρος» γράφει ο αρθρογράφος, και συνεχίζει: «Τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων του Τραμπ συμφώνησαν ότι “οι εκλογές του 2016 αντιπροσώπευαν την τελευταία ευκαιρία να σταματήσουν την παρακμή της Αμερικής”. Στον Τραμπ βρήκαν έναν υπoστηρικτή».
Με άλλα λόγια ο κλασικός λευκός, ευαγγελιστής Αμερικανός που σε πληθυσμιακό ποσοστό πνέει τα λοίσθια στις ΗΠΑ, πιάστηκε και είδε ως σωτήρα τον Τραμπ διότι προσελκύσθηκε από τον λόγο και τις υποσχέσεις του.
«Οι ριζοσπάστες Δημοκρατικοί αντίπαλοί μας οδηγούνται από το μίσος, τις προκαταλήψεις και την οργή», δήλωσε ο Τραμπ στο πλήθος σε εκδήλωση για την επανεκλογή του στο Ορλάντο, τον Ιούνιο. «Θέλουν να σας καταστρέψουν και θέλουν να καταστρέψουν τη χώρα μας όπως την γνωρίζουμε». Αυτός είναι ο πυρήνας τoυ προεδρικού παροξυσμού προς τους υποστηρικτές του.
Σήμερα, ένα ρεπουμπλικανικό κόμμα που απευθύνεται κυρίως σε λευκούς χριστιανούς ψηφοφόρους μάχεται για μια χαμένη μάχη. Το Εκλογικό Κολέγιο, το Ανώτατο Δικαστήριο και η Γερουσία μπορεί να καθυστερήσουν την ήττα για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορούν να την αναβάλουν για πάντα.
«Εάν οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι δεν μπορούν να πεισθούν ότι οι δημοκρατικές εκλογές θα συνεχίσουν να τους προσφέρουν μια βιώσιμη πορεία προς τη νίκη, ότι θα μπορούν να ευδοκιμήσουν μέσα σε ένα διαφοροποιημένο έθνος και ότι ακόμα και να χάσουν τα βασικά τους δικαιώματα θα προστατευθούν, τότε ο τραμπισμός θα επεκταθεί πολύ αφότου ο Τραμπ εγκαταλείψει το γραφείο – και η δημοκρατία μας θα υποφέρει από αυτό» καταλήγει ο αρθρογράφος Yoni Appelbaum του The Atlantic.
In God we trust, αλλά… we hope God put his hand.