Τον Φεβρουάριο του 1960 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή εξήγγειλε τη διάθεση 260 εκατομμυρίων δραχμών για την πραγματοποίηση ρηξικέλευθου προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης προσφύγων και γηγενών. Επρόκειτο για την κατασκευή με εργολαβία 3.500 κατοικιών, τετραώροφων και οκταώροφων, εκ των οποίων 1.200 προορίζονταν για τη Δραπετσώνα, ενώ άλλα 1.100 ήταν για την Αθήνα και 1.200 για τη Θεσσαλονίκη.
Η θέση της Δραπετσώνας από την αρχή υπήρξε κάθετα αρνητική. Ο Δήμος με επικεφαλής τον δήμαρχο Μαρίνο Κοσκινά συγκρότησε επιτροπή για το θέμα, ενώ στην ίδια κατεύθυνση δραστηριοποιήθηκε και ο Σύλλογος Προσφύγων με πρόεδρο τον Αβραάμ Κοντόπουλο.
Οι φορείς της Δραπετσώνας κατήγγειλαν τα σχέδια της κυβέρνησης, τα οποία προέβλεπαν την ανάληψη εργολαβίας αφού γκρεμιστούν τα υπάρχοντα σπίτια, ενώ έθεταν και «κοινωνικά» κριτήρια που μπορεί να επέτρεπαν διακρίσεις στον καθορισμό των δικαιούχων.
Το κεντρικό αίτημα όλων ήταν η αυτοστέγαση, που σημαίνει ότι αντί να γκρεμιστούν όλες οι παράγκες και να κτιστεί ο νέος συνοικισμός στη θέση του παλιού εξαρχής, όπως προέβλεπε η οργανωμένη δόμηση, να επιλεγεί η λύση της «επιτόπου αυτοστέγασης» για όλους.
Ήταν ένα αίτημα που είχε πιο πολύ αμυντικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, παρά το χαρακτήρα εναλλακτικής πολεοδομικής πρότασης. Ακούγονταν πολλές γνώμες για την αυτοστέγαση, όπως για παράδειγμα κατασκευή διώροφων με δύο ιδιοκτήτες ανά κατοικία, αλλά δεν υπήρχε σαφές σχέδιο που να λύνει ριζικά το ζήτημα της στέγασης.
Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στο γενικό κλίμα που επικρατούσε, ακόμη και η τοπική ΕΡΕ αντέδρασε στην οργανωμένη δόμηση.
Στη σχετική υπουργική απόφαση αντέδρασαν και οι επαγγελματίες, που φοβούνταν ότι με την οργανωμένη δόμηση θα έχαναν τα μαγαζιά, την πελατεία και τον τρόπο ζωής τους, αφού η απόφαση δεν προέβλεπε τίποτα γι’ αυτούς.
Έτσι, στις 11 Αυγούστου 1960 οργανώθηκε μια απεργία των καταστηματαρχών, που είχε καθολική επιτυχία και συμπαράσταση και από τους κατοίκους και τους επαγγελματίες των «Ποντιακών» και της Κανελλοπούλου (η Δραπετσώνα ήταν ακόμα περιορισμένη μέχρι την Κανελλοπούλου, όπου ήταν το όριό της με το γειτονικό Κερατσίνι).
Η κυβέρνηση ως απάντηση έστειλε τα πρώτα 499 ονόματα των οποίων οι κατοικίες ήταν υπό κατεδάφιση στην περιοχή του Αγ. Φανουρίου, με εντολή να έχουν γκρεμιστεί τα σπίτια μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου. Οι Δραπετσωνίτες απάντησαν με μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Ολύμπια, στις 21 Αυγούστου 1960 (φωτ. δεξιά).
Χιλιάδες κόσμου έξω από το σινεμά, με ομιλητές όλους τους μαζικούς φορείς και τους παράγοντες της Δραπετσώνας: ο Αβραάμ Κοντόπουλος ως γενικός εισηγητής, ο δήμαρχος Μαρίνος Κοσκινάς, ο Γιώργος Καρασάββας ως πρόεδρος των βομβοπλήκτων, ο Χαρ. Δημητριάδης ως πρόεδρος των επαγγελματοβιοτεχνών, ο Δ. Μισαηλίδης ως δήμαρχος Κερατσινίου, βουλευτές της ΕΔΑ, της Δημοκρατικής Ένωσης, των Φιλελευθέρων, κ.ά.
Η μεγαλειώδης αυτή συγκέντρωση, πρόεδρος της οποίας εκλέχτηκε ο Αθανάσιος Ασιατίδης και γραμματέας ο Κ. Κυριακίδης, καθόρισε τις εξελίξεις αφού διαμόρφωσε κλίμα αγωνιστικό, με καθολικό αίτημα την αυτοστέγαση.
Η Μάχη της Παράγκας αγριεύει
Ήδη λοιπόν από τον Αύγουστο του 1960 όλοι οι φορείς τάχτηκαν υπέρ της αυτοστέγασης και της ανάκλησης της υπουργικής απόφασης της κυβέρνησης Καραμανλή.
Ακόμα και ο Καρασάββας, που στη συγκέντρωση στο Ολύμπια ξεκίνησε να μιλήσει υπέρ των πολυκατοικιών, συντάχτηκε τελικά με την πλειοψηφία, που είχε αμετακίνητη άποψη. Ο Γιάννης Τουλουμτζής, που μετείχε ενεργά στο κίνημα της αυτοστέγασης, περιέγραφε αργότερα πως στο κλίμα που επικρατούσε δεν μπορούσε να ακουστεί άλλη φωνή.
Ο Βενιζέλος πήρε θέση υπέρ των προσφύγων και του Δήμου και κατά της κυβέρνησης, και επισκέφτηκε τη Δραπετσώνα στις 7 Σεπτεμβρίου. Έγινε χαμός. Κόσμος πολύς, αστυνομία, αντεγκλήσεις, και στο τέλος ξύλο πολύ. Τραυματίστηκαν η Μαρία Κουροπούλου, ο Αλ. Γάκας, η Κορνηλία Χαράτση, συνελήφθη ο Α. Μαυρουδής, ενώ ξεχώρισε για την ιδιαίτερα σκληρή στάση που τήρησε απέναντι στους πρόσφυγες ο αξιωματικός ασφάλειας Βρεττάκος (εφ. Αθηναϊκή, 8/9/60).
Από τους 499 που είχαν λάβει το χαρτί, με βάση το οποίο ήταν υποχρεωμένοι να κατεδαφίσουν τα σπίτια τους, όταν έληξε η προθεσμία της κυβέρνησης είχαν υπακούσει μόνον 138. Ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ, και το αγωνιστικό φρόνημα των παραπηγματούχων έμενε υψηλό.
Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαδηλώσεις αλλά εις μάτην. Το πρωί της 14ης Νοεμβρίου 1960 έγινε μεγάλη έφοδος της αστυνομίας και συνεργείων κατεδαφίσεως και τότε δόθηκε ομηρική μάχη.
Σκηνές απίστευτες εκτυλίχτηκαν, με τους κατοίκους να υπερασπίζονται τα σπίτια τους, την αστυνομία να κτυπά και τα συνεργεία να προσπαθούν να κατεδαφίσουν. Προκλήθηκε μεγάλος θόρυβος, ήρθαν βουλευτές της αντιπολίτευσης, κινητοποιήθηκαν δικαστικοί μηχανισμοί, για να βγει τελικά μια αναστολή εκτέλεσης των κατεδαφίσεων.
Αξιόλογο είναι το γεγονός ότι στον κατάλογο των τραυματιών της μάχης της 14ης Νοέμβρη 1960 (από το ημερολόγιο του «Θυμοίτη»), διακρίνουμε πως οι γυναίκες είχαν ενεργό συμμετοχή: Κορνηλία Μωυσιάδου (έπαθε εγκεφαλική διάσειση), Δέσποινα Σικαλή, Σοφία Μπογίτση, Αγγελική Περμαντάλογλου, Ιουλία Κουτρούλη, Μαρίνα Παλαμίδου, Κωνσταντίνα Διονυσίου. Επίσης κακοποιήθηκαν: Γαρουφαλλιά Πασχαλίδου, Ζαφειρία Ιωακειμίδου, Ερμιόνη Αντωνιάδου, Αιμιλία Ταγκατίδου, Σοφία Μπογιατζή, Χρυσούλα Μανικά, Γεσθημανή Κυρτάκου, Κούλα Μπουντούρογλου.
Η μάχη αυτή, που δικαίως χαρακτηρίστηκε «η μάχη της παράγκας», ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της και από το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε, σημάδεψε την ιστορία της πόλης, αφού μέσα από το τραγούδι του Θεοδωράκη (σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη) καθιερώθηκε ως το σύμβολο της Ελλάδας που πάλευε μέσα στη φτώχεια για μια καλύτερη ζωή.