Ενόψει της επετείου του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου καλό θα ήταν να αναστοχαστούμε την πορεία των πραγμάτων, όπως την διαμορφώνει το πλέον ζωντανό και ανήσυχο κομμάτι της κοινωνίας μας: οι μαθητές και οι φοιτητές. Τα πρόσφατα περιστατικά στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, αλλά κυρίως τα αιτήματα που εκφράζονται μέσω των καταλήψεων στις πανεπιστημιακές σχολές δίνουν το στίγμα. Υπεισέρχομαι αμέσως στο θέμα:
Μήπως αντί να εκφράζουν αποκλειστικά «συντεχνιακού τύπου» αιτήματα όπως η υπεράσπιση ενός κακώς εννοούμενου ασύλου, θα ήταν προτιμότερο να τα κάνουν όλα γης μαδιάμ (και δικαίως αν με ρωτάτε) για την αλητεία που ακούει στο όνομα «επιβολή χρεώσεων από τις τράπεζες ακόμη και μια απλή ενημέρωση λογαριασμού στο ATM»; Μήπως αντί να ζητούν την άρση οποιουδήποτε κανόνα στα έτη φοίτησης, θα ήταν πιο επιβεβλημένο να ζητήσουν την εμπέδωση του κράτους δικαίου και την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης χωρίς χειραγωγήσεις και παρεμβάσεις; Μήπως αντί να ευτελίζουν (ευτυχώς μια μικρή μερίδα) τα εθνικά σύμβολα προσβάλλοντας τους υπολοίπους αλλά και τη μνήμη των θυσιασθέντων προγόνων τους, να αναζητήσουν τρόπους υγιούς αντίδρασης σε ό,τι τους ενοχλεί;
Μακράν ημών ο συντηρητισμός και ο «καθωσπρεπισμός», αλλά μήπως τελικά είναι όλα θέμα προτεραιοτήτων;
Καλλιεργηθείσες προτεραιότητες, για τις οποίες αποκλειστικά υπεύθυνο είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα και εν γένει σύστημα εξουσίας, το οποίο αποθέωσε την ατιμωρησία και την ελαφρά τη καρδία ανοησία χωρίς συνέπειες. Κάποτε οι αριστεροί αντιδρούσαν και έβαζαν τη ζωή τους σε κίνδυνο με αιτήματα την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την εθνική ανεξαρτησία. Τώρα κάποιοι καπηλεύονται την Αριστερά για να γίνουν «viral», και αν κάποιος δεήσει να τους ζητήσει να λογοδοτήσουν, επικαλούνται τα ατομικά δικαιώματά τους, τα οποία προστατεύονται ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτό το κράτος και αυτά τα εθνικά σύμβολα.
Είναι πληγή για μια κοινωνία το φοιτητικό κίνημα να μένει αδιάφορο για τα ζητήματα της απουσίας θεσμών, για την ασύδοτη λειτουργία της περιβόητης τεχνόσφαιρας – η οποία ενώ στερείται κατ’ ουσία νομιμοποίησης, τελικά νομιμοποιείται από τη στάση μας. Ο φοιτητής έχει λόγο για την κοινωνία και οφείλει να εκφράζεται με ευρύτερα αιτήματα. Είναι προς το συμφέρον του να απαιτεί αυστηροποίηση του πλαισίου φοίτησης ώστε να αποκτήσει αξία το πτυχίο του, και όχι να αποζητά τη χαλάρωση, την οκνηρία και τη συνέχιση μιας κατάστασης που μόνο ντροπή προκαλεί.
Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν το όριο φοίτησης πρέπει να είναι «ν+2», «ν+4» ή «ν+10». Ξέρω όμως ότι πρέπει να υπάρχει ένα όριο φοίτησης, και η σοβαρότητα κάθε αιτήματος κρίνεται από την αντιπρόταση: αν όχι «ν+2» τότε «ν+πόσο»;
Διανύουμε εποχές απογοήτευσης και θυμού, και αυτά τα στοιχεία είναι θεμιτό (αν όχι επιβεβλημένο) να εκφράζονται από τους νέους ανθρώπους. Αν δεν εκφραστούν όμως για τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, και αν αυτό δεν συντελεστεί με σεβασμό στον συμπολίτη, τότε καταλήγουν στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη διακωμώδηση οποιασδήποτε πράξης και εντέλει στην αυτοαναίρεση κάθε –ενδεχομένως βάσιμου– αιτήματος. Πριν από την «επανάσταση» χρειάζεται χάραξη στρατηγικής, και η εν λόγω διαδικασία προϋποθέτει ορισμό στόχων και μέσων. Αν διαθέτεις λανθασμένη στρατηγική, θα χάσεις τον πόλεμο. Αν δεν διαθέτεις καν στρατηγική, δεν υφίστασαι και άρα δεν θα έχεις την ευκαιρία καν να πολεμήσεις.