«Η πείνα δεν έχει θρησκεία», δήλωσε ένας από τους χιλιάδες διαδηλωτές στον Λίβανο όπου εξεγέρθηκαν κατά της κυβέρνησής τους, όπως και στο Ιράκ. Είναι εντυπωσιακό να το ακούς από έναν μουσουλμάνο, έστω και στον κοσμικό Λίβανο.
Ο κόσμος έχει εξεγερθεί στις δύο αυτές χώρες και η πολιτική σημασία αυτής της εξέγερσης δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις τους. Κυρίως, αφορά το Ιράν. Είναι αυτό που επέβαλε την πολιτική του και τους ανθρώπους του, αλλά φαίνεται πως η ένοπλη επιτυχία δεν αρκεί. Χρειάζεται ένα αφήγημα για την επόμενη ημέρα και αυτό δεν μπορεί να είναι η επίκληση του Μωάμεθ και του Αλή. Αν δεν υπάρχει φαγητό στο τραπέζι, ακόμη και οι μουσουλμάνοι εξεγείρονται.
Το εντυπωσιακό με τις εξεγέρσεις σε Λίβανο και Ιράκ είναι ότι σιίτες διαδηλώνουν κατά των σιιτικών κυβερνήσεων και των πολιτοφυλακών που τους στηρίζουν. Το εμπάργκο, αλλά και τα πολεμικά μέτωπα, έχουν εξαντλήσει το Ιράν και το έχουν περιθωριοποιήσει. Είναι ένα από τα αποτελέσματα της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, μιας καταστροφικής πολιτικής που διέλυσε την περιοχή. Όπου αναμείχθηκαν για να υλοποιήσουν το σχέδιό τους για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, έχουν αποτύχει.
Διέλυσαν το Ιράκ και τη Συρία, δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα που ευτυχώς απεσοβήθη στην Αίγυπτο, κατέστρεψαν τη Λιβύη, «πούλησαν» τους Κούρδους, περιθωριοποίησαν το Ιράν και μέσα από αυτήν τη διάλυση της περιοχής επέτρεψαν την ανάδυση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και την εξασθένιση ακόμη και του Ισραήλ.
Η γεωπολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό, αλλά έχει σημασία ποιος θα το καλύψει.
Αν επρόκειτο να το καλύψει μια δύναμη που θα επεδίωκε τη δική της αλλά και την ευρύτερη περιφερειακή ευημερία θα αποτελούσε μια ευκταία εξέλιξη. Αλλά στην περίπτωση της αναθεωρητικής Τουρκίας που απολαμβάνει ό,τι και αν κάνει της υποστήριξης του Τράμπ (και των ΗΠΑ;), έχουμε να κάνουμε με μια άκρως αρνητική εξέλιξη.
Ο οθωμανισμός στην αρχή και ο τουρκισμός στη συνέχεια είναι μια ιδεολογία που επεβλήθη στις μικρασιατικές λαότητες μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και έχει βάρβαρα και επιθετικά χαρακτηριστικά. Έχει μονίμως κατακτητική αντίληψη που, στην περίπτωση του τουρκισμού, συνομολογήθηκε από τους ιθύνοντές του το 1920 με τον περίφημο Εθνικό Όρκο, ο οποίος προβλέπει την ανακατάληψη των εδαφών που απώλεσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ένας Αμερικανός πρόεδρος (σε πλήρη αναντιστοιχία με το λαό που κυβερνά) βοηθά στην υλοποίηση του τουρκικού Εθνικού Όρκου, έστω και αν δεν γνωρίζει τίποτε περί αυτού. Η ανθρωπότητα έχει την ατυχία σε κυβερνάται σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή της μετεξέλιξής της από έναν άνθρωπο που αγνοεί παντελώς ιστορία, πολιτική, γεωγραφία. Ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα προσωπικά του συμφέροντα, είτε οικονομικά είτε πολιτικά (επανεκλογή).
Η Τουρκία, ανεξαρτήτως ομάδας διακυβέρνησης, επιδιώκει –και θα συνεχίσει να το κάνει–είτε να έχει άμεση επιρροή σε κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων (στην Κεντρική Ασία τα βρήκε σκούρα με την παρουσία και την επιρροή της Μόσχας), είτε να δορυφοριοποιήσει τις υπόλοιπες. Μηδέ της Ελλάδας εξαιρουμένης. Στην Κύπρο δε επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρου του νησιού.
Απέναντι σε μια τέτοια δύναμη δεν αρκεί η προβολή ήπιας ισχύος μέσω της συμμετοχής χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην πραγματικότητα η ΕΕ για λόγους ακατανόητους δεν προβάλλει ούτε ήπια ισχύ απέναντι στην Τουρκία. Η οικονομική εξάρτηση της Άγκυρας από την Ένωση είναι μεγάλη και αν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες το ήθελαν θα μπορούσαν να νουθετήσουν μια επιθετική και προκλητική Τουρκία. Τα επιμέρους συμφέροντα, όμως, υπερισχύουν των συμφερόντων της Ένωσης, η οποία έχει μετατραπεί σε γερμανικό εξάρτημα.
Προκύπτει λοιπόν στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή ένα κενό ασφαλείας το οποίο θα μπορούσαν να καλύψουν σοβαρές, και όχι χυλώδεις, συνεργασίες των χωρών που νιώθουν ότι απειλούνται από τον τουρκικό επεκτατισμό και την αμφισβήτηση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.
Ο ΝΑΤΟϊκός προσανατολισμός δημιουργεί μια ομιχλώδη αίσθηση ασφάλειας που δεν καλύπτει στρατιωτική απειλή από χώρα-μέλος της Συμμαχίας, σύμφωνα με την ερμηνεία Λουνς του γνωστού άρθρου5.
Στη μεταβατική φάση που περνά ο κόσμος μετά το 1989 και μέχρι να διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια ισορροπία δεν μπορεί να αποκλεισθεί άμεση στρατιωτική απειλή. Και στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής η απειλή αυτή θα προέλθει από την Τουρκία.
Με τη συναίνεση ή μη των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να δημιουργηθούν ευρύτερες κρατικές συνεργασίες που στην αρχή θα προβάλουν ήπια ισχύ, αλλά δεν θα αποκλείουν και τη σκληρή.
Στη Μέση Ανατολή αυτές οι συνεργασίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τον Λίβανο, ακόμη και τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στα Βαλκάνια αρχικός πυρήνας της θα μπορούσαν να είναι η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία. Φυσικά, η συνεργασία θα είναι ανοιχτή και στις άλλες βαλκανικές χώρες.
Ο αποκλεισμός της Τουρκίας από αυτές τις συνεργασίες θα είναι ένα πρώτο μήνυμα στην Άγκυρα ότι περιθωριοποιείται σε μια μεγάλη περιοχή. Αν δεν εγκαταλείψει την προκλητική της συμπεριφορά, οι χώρες θα μπορούσαν να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός περιφερειακού αμυντικού συμφώνου.
Η Τουρκία αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο στην περιοχή. Αν δεν υπάρξει πρωτοβουλία για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος θα γίνει άκρως απειλητικός.