Η μετακύληση του στρατηγικού βάρους των ΗΠΑ από την Ευρώπη και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή στον Ειρηνικό αποτελεί πλέον έναν κοινό τόπο, αποδεκτό από πλήθος αναλυτών. Η άλλοτε αναλογία 60-40 έχει πλήρως αντιστραφεί, εννοώντας τις δυνάμεις και την εν γένει επιχειρησιακή δέσμευση της Ουάσινγκτον στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό αντίστοιχα.
Η εν λόγω αποδέσμευση δυνάμεων συνιστά μια πραγματικότητα η οποία αντιμετωπίζεται ως συστημική ευκαιρία επέκτασης ή ανάληψης ειδικού ρόλου εκ μέρους της Τουρκίας.
Τα όρια και οι δυνατότητες ανάληψης μιας τέτοιας θέσης τίθενται και περιγράφονται μέσω μιας συνεχιζόμενης διαλεκτικής σχέσης της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον, διαδικασία η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί εξ απόψεως έκβασης ως ένα εκκρεμές, που στο ένα άκρο του έχει την προοπτική του «Περιφερειακού τοποτηρητή» και στο άλλο εκείνη του «Περιφερειακού ηγεμόνα».
Η προοπτική του «Περιφερειακού ηγεμόνα» είναι βεβαίως επιθυμητή από την Τουρκία, η οποία αποσκοπεί στα μέγιστα δυνατά κέρδη αγγίζοντας έτσι το αίτημα για απόλυτη αυτονόμηση και αποδέσμευση από τον αμερικανικό περιοριστικό μανδύα. Η άλλη άκρη του εκκρεμούς, αυτή του «Περιφερειακού τοποτηρητή», ταυτίζεται με το ρόλο που οι ΗΠΑ επιφυλάσσουν στην Τουρκία ως «απεσταλμένο» ή «αντιπρόσωπό» τους στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Προφανώς η εν λόγω θέση δημιουργεί δεσμεύσεις και αγκυλώσεις, κάτι επ’ ουδενί επιθυμητό από τη νεοοθωμανική Τουρκία. Όπως προαναφέρθηκε, η αμερικανοτουρκική «διαβούλευση» γίνεται επί του εκκρεμούς και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας «πού θα σταματήσει η μπίλια».
Η Τουρκία επιχειρεί να διευρύνει την αξία της συναλλασσόμενη με τη Ρωσία και το Ιράν, ενώ οι ΗΠΑ προσπαθούν να την συνετίσουν και να την «επαναφέρουν στην τάξη» με μέτρα πίεσης στο επίπεδο της οικονομίας και των εξοπλισμών.
Γεγονός, όμως, είναι ότι οι δύο συγκεκριμένοι δρώντες θα συνεχίσουν να πορεύονται στην ίδια κατεύθυνση, καθώς η Τουρκία ανήκει στην περίμετρο της Ευρασίας με την ευαισθησία των αγγλοσαξόνων επί αυτής να είναι γνωστή. Επιπροσθέτως, η Τουρκία και η Ρωσία αποτελούν γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστικές δυνάμεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προοπτικές ενίσχυσης της διμερούς στρατηγικής συνεργασίας τους.
Τι σημαίνει η ως άνω διαπίστωση; Ότι συνιστούν δύο δρώντες που ανταγωνίζονται για τα ίδια διακυβεύματα και τις ίδιες προκλήσεις: Καύκασος, Συρία, Στενά, Εύξεινος Πόντος, ισλαμιστικές ομάδες. Αυτό θυμίζει εν πολλοίς την απάντηση του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας όταν ρωτήθηκε περί των διαφορών οι οποίες οδήγησαν τη χώρα του σε εχθροπραξίες με την Ισπανία του Καρόλου Ε΄: «Απολύτως καμία. Συμφωνούμε απολύτως. Και οι δύο επιθυμούμε τον έλεγχο της Ιταλίας!».
Επί των συγκεκριμένων, Άγκυρα και Μόσχα εκφράζουν πλήρως αντιθετικές στρατηγικές και η σύζευξη είναι αδύνατη. Συνεπώς, η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας στο Δυτικό άρμα είναι θέμα χρόνου, με την «μπίλια» του εκκρεμούς σε συμφωνημένο νέο σημείο. Το ερώτημα έχει ξανατεθεί στο παρελθόν και παραμένει επίκαιρο:
Όταν αρχίσει να συντελείται η επιστροφή της «ασώτου» Τουρκίας στο Δυτικό άρμα, ποια θα είναι η αντίδραση της «προδομένης» Ρωσίας;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, καθώς η εξισορρόπηση της Μόσχας από την Ουάσινγκτον ενδεχομένως να μην αποτελεί μονόδρομο στο διηνεκές, καθώς ο ρωσικός παράγοντας συνιστά δυνητική προσθήκη στον στρατηγικό σχεδιασμό ανάσχεσης της κινεζικής ανόδου. Όσο όμως η στρατηγική σύγκλιση ΗΠΑ και Ρωσίας είναι ουτοπική, το ερώτημα παραμένει.