«Ποθούσα πιο ζωντανά, πιο αποτελεσματικά να υπηρετήσω την Ελλάδα μου, που σαν ματοβαμμένη μάνα νόμιζα πως με καλούσε». Βρισκόμαστε στο 1943 όταν η Σόνια-Σοφία Στεφανίδου έγραψε την παραπάνω φράση στο ημερολόγιο της.
Η πρωτότοκη κόρη του Φιλοποίμενα Στεφανίδη από την Τραπεζούντα που υπηρέτησε ως εθελόντρια αδερφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού προκειμένου να είναι κοντά στο μέτωπο μετά την υπογραφή του πρώτου πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης, στις 20 Απριλίου 1941, διέφυγε στη Μέση Ανατολή όπου βρισκόταν η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Αν και υπηρετούσε στο στρατιωτικό νοσοκομείο στη Χεντέρα της Παλαιστίνης θεωρούσε ότι έπρεπε να αξιοποιηθεί στην πρώτη γραμμή.
Έτσι στις 8 Απριλίου 1943 πήρε άδεια 20 ημερών προκειμένου να πάει στο Κάιρο ώστε να παρουσιαστεί στον Εμμανουήλ Τσουδερό ζητώντας του, ούτε λίγο ούτε πολύ, να γίνει κομάντο! «Τα σπάνια προσόντα της, αλλά κυρίως η μεγάλη πίστη της στο ιερό αγώνα, έπεισαν τον πρωθυπουργό να συγκατατεθεί στην πράγματι παράτολμη αίτησή της», γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Χρήστος Σ. Φωτόπουλος, Επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού, στη μονογραφία του για τη Σόνια Στεφανίδου.
Στις αρχές Μαΐου παρουσιάστηκε στη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία (Τμήμα Συνδέσμου Υπηρεσίας Πληροφοριών) στο Κάιρο και στη συνέχεια εστάλη στο Ειδικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μεσογείου στο όρος Καρμάλ κοντά στη Χάιφα προκειμένου να εκπαιδευτεί στη συλλογή, αναφορά και ασφάλεια πληροφοριών, στη χρήση κωδίκων και στην κρυπτογράφηση σημάτων για διαβίβαση με τον ασύρματο.
Μετά το πέρας εκείνης της ειδικής εκπαίδευσης πήγε στο Νο4 Σχολείο Εκπαίδευσης Μέσης Ανατολής της RAF προκειμένου να εκπαιδευτεί ως αλεξιπτωτίστρια.
«Η εκπαίδευση εκεί ήταν πολύ σκληρή, επίπονη και ρεαλιστική, και μάλιστα για μια γυναίκα, που όμως απέδειξε ότι ήταν εξίσου ικανή, αν όχι καλύτερη, από τους συνεκπαιδευμένους άντρες», τονίζει ο Χρήστος Φωτόπουλος. Η Σόνια Στεφανίδου εκτέλεσε επιτυχώς πέντε άλματα (το ένα νύχτα) και στις 23 Ιουνίου έλαβε το πτυχίο της αλεξιπτωτίστριας – «η επίδοσις αυτής της εκπαιδευομένης ήτο υψηλού επιπέδου», έγραψε ο Άγγλος αξιωματικός εκπαιδευτής της. Έτσι απέκτησε το προνόμιο να είναι η πρώτη και μοναδική Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου.
Η πρώτη αποστολή για την Ελληνίδα κατάσκοπο δεν άργησε να έρθει. Η Βρετανική Μυστική Υπηρεσία την έστειλε στη δυτική Μακεδονία. Ο ρόλος της –και λόγω των ξένων γλωσσών που γνώριζε: γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά– ήταν να ακολουθήσει μαζί με τους Βρετανούς κομάντο ορεινά κυρίως δρομολόγια κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου και να συλλέξει στρατιωτικές πληροφορίες που στη συνέχεια θα διαβιβάζονταν κάθε μέρα μέσω ασυρμάτου στη Μέση Ανατολή.
Την 1η Ιουλίου 1943 ένα μεταγωγικό αεροσκάφος τύπου «Χάλιφαξ» της RAF απογειώθηκε από την Ντέρνα της Λιβύης με προορισμό την Ελλάδα και επιβάτες την επίλεκτη τετραμελή ομάδα.
Στη 1:50 η Σόνια Στεφανίδου, ντυμένη με τη στολή του αλεξιπτωτιστή, πραγματοποίησε επιτυχημένο άλμα στην εχθροκρατούμενη Φλώρινα. Στις 2:10 τα μέλη της ομάδας συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν πορεία προς μια σπηλιά. Αφού ξεκουράστηκαν, τα ξημερώματα άρχισαν και πάλι να βαδίζουν για να καταλήξουν στο κρησφύγετο αντάρτικης ομάδας στην οποία υπήρχαν και Άγγλοι σύνδεσμοι.
Η ομάδα των αλεξιπτωτιστών με δύο μουλάρια στη διάθεσή της για τη μεταφορά υλικών και εφοδίων άλλαζε θέση τις νύχτες και τις ημέρες κρυβόταν σε ασφαλή μέρη. Η Σόνια Στεφανίδου όμως μεταμφιεσμένη άλλοτε σαν χωρική, άλλοτε σαν καθαρίστρια και άλλοτε σαν ζητιάνα προσέγγιζε τα χωριά προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες. Μάλιστα «στρατολογούσε» και ντόπια αγόρια 12-16 ετών και τα χρησιμοποιούσε ανάλογα με τις ικανότητές τους.
Περίπου δύο μήνες κράτησε η μυστική αποστολή, με την ομάδα να φτάνει μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, στον Λαιμό της Λάγκας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1943 άνδρες ενός γερμανικού φυλακίου συνέλαβαν τη Στεφανίδου και τους συντρόφους της.
Έπειτα από δύο ώρες σκληρής ανάκρισης καταδικάστηκαν σε θάνατο· οδηγήθηκαν προσωρινά σε έναν στάβλο μέχρι να εκτελεστούν στις 6 το πρωί της επομένης. Για λόγους όμως που δεν έχουν διευκρινιστεί, μιάμιση ώρα πριν από την εκτέλεση ένας Γερμανός φρουρός απελευθέρωσε την ομάδα και την άφησε να φύγει προς το πυκνό δάσος.
Η Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια χωρίς να έχει κανένα εφόδιο ή χρήματα κατάφερε να φτάσει μέχρι την περιοχή της Νεράιδας στην Καλαμπάκα, όπου λειτουργούσε στρατηγείο ανταρτών με Άγγλους συνδέσμους. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Έλληνες και Σύμμαχοι κατάσκοποι, σύνδεσμοι και διάφοροι άλλοι, με εντολή να επιστρέψουν στη Μέση Ανατολή.
Όσο η Σόνια Στεφανίδου περίμενε την ημέρα της επιστροφής (τον Δεκέμβριο του 1943) στη Νεράιδα έφτασε ο ταγματάρχης Άρθουρ Τζίπσον με εντολή να μετατρέψει τον υπάρχοντα μικρό διάδρομο προσγείωσης αεροσκαφών σε πρόχειρο αεροδρόμιο. Η συμβολή της ήταν καθοριστική, καθώς σύντομα συγκέντρωσε γυναίκες από τα γύρω χωριά και με την καθοδήγηση του Άγγλου αξιωματικού δημιουργήθηκε το αεροδρόμιο.
Μέχρι και σήμερα οι λεπτομέρειες της αποστολής της Σόνιας Στεφανίδου παραμένουν απόρρητες. Ό,τι γνωρίζουμε αποτελεί το αποτέλεσμα της έρευνας του αντιστράτηγου Χρήστου Σ. Φωτόπουλου, που άντλησε τις πληροφορίες του από το προσωπικό ημερολόγιό της, μερικές αναφορές της και μία ομιλία της στο ραδιόφωνο.
Ακόμα λιγότερα είναι τα στοιχεία που υπάρχουν για την αποστολή της Σόνιας Στεφανίδου στη γερμανοκρατούμενη Κρήτη. Γνωρίζουμε ότι από την Καλαμπάκα επέστρεψε στο Κάιρο. Έκανε αίτηση και έγινε δεκτή στο νεοσύστατο Εθελοντικό Στρατιωτικό Σώμα Ελληνίδων. Πλέον είχε το βαθμό στρατιωτικού υπαλλήλου Α΄, αντίστοιχο με αυτόν του Ανθυπολοχαγού.
Η αποστολή της στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 1944, πιθανόν με εντολή του ίδιου του Τσουδερού. Ήρθε σε επαφή με τον Μανώλη Μπαντουβά, έναν από τους γνωστούς αρχηγούς της Εθνικής Αντίστασης στο νησί. «Πιθανόν να μετέφερε εκεί, ως σύνδεσμος, έγγραφα ή προφορικές εντολές ή ακόμη και χρηματικά ποσά», αναφέρει ο αντιστράτηγος Φωτόπουλος. Μία από τις εικασίες που έχουν γίνει για τη φύση της αποστολής της ως κομάντο είναι ότι έλαβε μέρος στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε.
Αντιστράτηγος Φωτόπουλος: Η Στεφανίδου είχε ένα επιπλέον προνόμιο, να είναι η πρώτη και η μοναδική για την εποχή του πολέμου Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια και μάλιστα με πολεμικό άλμα στο ενεργητικό της.
Με την επιστροφή της στην ελεύθερη Ελλάδα συνέχισε να εργάζεται για το Δημόσιο, αυτή τη φορά αποσπασμένη στο υπουργείο Εξωτερικών, στη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας. Συνταξιοδοτήθηκε το 1967 έπειτα από 40 χρόνια υπηρεσίας.
Για τη δράση της το διάστημα 1940-1968 της απονεμήθηκαν –μεταξύ άλλων– το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας (ανώτατο πολεμικό μετάλλιο για ηρωικές πράξεις στο πεδίο μάχης που σπάνια απονεμόταν σε γυναίκες), το Μετάλλιον Εξαιρέτων Πράξεων, το Μετάλλιον Εθνικής Αντιστάσεως και το Μετάλλιον Υπηρεσιών Στρατού.
Στις 22 Αυγούστου 1990 η Σόνια Στεφανίδου πέθανε σε ηλικία 83 ετών. Κατά την επιθυμία της τάφηκε με τη στρατιωτική στολή και τα παράσημά της στο Α’ Νεκροταφείο.
Γεωργία Βορύλλα